Ο Daiji, ήρωας του S. P. Tenhoff στο βιβλίο “The Involuntary Sojourner”, σπούδασε σ’ ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια της Ιαπωνίας, παντρεύτηκε μια γυναίκα από καλή οικογένεια και μαζεύει χρήματα ώστε μια μέρα αυτός αι η γυναίκα του ν’ αγοράσουν το δικό τους σπίτι. Ο Logan, μεγάλος έρωτας της Rory Gilmore στη σειρά “Gilmore Girls”, ως ο αρσενικός διάδοχος των επιχειρήσεων Huntzberger, ανέλαβε τα ηνία της επιχείρησης, παντρεύτηκε μια κοπέλα ανάλογης οικονομικής επιφάνειας και ζει σ’ ένα υπέροχο penthouse κάπου στο Λονδίνο. Δύο άνθρωποι από διαφορετικούς κόσμους αλλά με μια καίρια ομοιότητα. Είτε λόγω κουλτούρας, όπως ο Daiji, είτε λόγω κοινωνικού status, όπως ο Logan, είναι κι οι δύο έρμαια των «πρέπει» που τους επιβλήθηκαν. Στη δική τους περίπτωση, ανάμεσα στον πόλεμο μεταξύ του «πρέπει» και του «θέλω» νίκησε το πρώτο.

Πόσες φορές έχουν παλέψει μέσα μας σώμα με σώμα αυτοί οι δύο κόσμοι για το ποιος θα επικρατήσει; Ίσως ν’ αφορούσε τη δουλειά, τις σπουδές, ένα φίλο, πιο συχνά ένα συγγενή κι ακόμα πιο συχνά έναν σύντροφο. Από τη μία, ο κόσμος του «πρέπει» με όπλο τη λογική να επιχειρηματολογεί ακατάπαυστα για τα υπέρ και τα κατά. Κι από την άλλη ο κόσμος του «θέλω» να προασπίζεται την επιθυμία που μοιάζει με φλόγα που σε καίει. Το ερώτημα που τίθεται κάθε φορά είναι «ποιο είναι το σωστό;».

Την απάντηση μπορεί να δώσει μόνο αυτός που μάχεται, γιατί αυτός ο πόλεμος είναι πάντα προσωπική υπόθεση. Όσο και να στήνουμε έκτακτα συμβούλια με κολλητούς, αλκοόλ και τσιγάρο, όσες φορές και να τ’ αναλύσουμε στο μυαλό μας, σε χαρτί, με μηνύματα ή με τηλέφωνα, η τελική απόφαση είναι στα δικά μας χέρια. Το ίδιο κι η ευθύνη αυτής. Κι αυτή η ευθύνη είναι που φοβόμαστε περισσότερο. Γιατί μέσα της κουβαλάει την πιθανότητα του λάθους. «Κι αν πάρω τη λάθος απόφαση;» «Κι αν το μετανιώσω;» Η συνειδητοποίηση ότι οι αποφάσεις έχουν αληθινό ψυχολογικό βάρος κι η αναγνώριση ότι ο φόβος παίζει σημαντικό ρόλο σ’ αυτές, είναι μια μορφή μύησης στην ενηλικίωση.

Σ’ αυτόν τον πόλεμο, όπως και σε κάθε πόλεμο, υπάρχουν άμεσες ή/και παράπλευρες απώλειες. Και κατά την άποψή μου, αυτές είναι που πονάνε περισσότερο, όποια κι αν είναι η έκβαση του πολέμου. Γιατί, ο πόλεμος κάποια στιγμή θα τελειώσει και θα έρθει η ανακούφιση. Ανακούφιση γιατί επιτέλους πάρθηκε η απόφαση, σαν ένας ναυαγός που βλέπει ένα καράβι μετά από καιρό. Μόνο που η ανακούφιση, όσο απελευθερωτική και να είναι, δεν κρατάει πολύ, δυστυχώς. Το άγχος παίρνει τη θέση της. Το άγχος της ευθύνης. Τώρα είναι η ώρα για τον σχεδιασμό των βημάτων, για την υλοποίηση της απόφασης κι ανακοίνωσή της σε ανθρώπους που τους αφορά (με οποιονδήποτε τρόπο).

Αυτή είναι η στιγμή που βλέπεις με τα μάτια σου τις απώλειες. Γιατί στη διάρκεια του πολέμου, αν και μπορούσες να τις φανταστείς, να τις ζυγιάσεις, να τις μελετήσεις, δεν μπορούσες ουσιαστικά να τις αντιληφθείς. Τώρα βλέπεις στα μάτια του άλλου τι θυσιάζεις. Αν ξέρεις ότι οι απώλειες αυτές είναι απαραίτητες, τότε είσαι κάπως προετοιμασμένος, αλλά εάν έχεις αμφιβολίες, όλο το οικοδόμημα για το οποίο πάλεψες αρχίζει να ταλαντεύεται. Έτσι όμως μαθαίνουμε. Παίρνοντας ρίσκο, δοκιμάζοντας, ακόμα και μετανιώνοντας κάποιες φορές. Αυτός είναι ο κόσμος των ενηλίκων: ένας αέναος πόλεμος μεταξύ των «πρέπει» και των «θέλω».

ΥΓ.: Όσον αφορά τους δύο πρωταγωνιστές που ανέφερα στην αρχή, μέσα στον κόσμο των «πρέπει», τα «θέλω» τους βρήκαν τρόπο να επαναστατήσουν. Κι αυτό είναι κάτι. 

Συντάκτης: Κλειώ Κατσουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου