Έχεις μια σχέση επιτέλους, μια σχέση που απολαμβάνεις! Μετά από καιρό βρήκες εκείνον τον άνθρωπο που μπορεί να μην είναι με κοιλιακούς και δύο μέτρα μπόι, αλλά έχει καταφέρει να σε κάνει να νιώθεις πως ζεις ξανά την εφηβεία σου. Και κάπου εκεί, έρχονται κάτι φίλοι και ξεστομίζουν την επική ατάκα: «Μα τι του βρήκες αυτού του ανθρώπου;».

Ναι, δυστυχώς, υπάρχουν κι αυτοί οι φίλοι που με τόσο ευκολία λένε την «αλήθεια» τους. Αν τους ρωτήσει κανείς γιατί εκφράστηκαν έτσι, θα πουν πως μίλησαν με ειλικρίνεια. Αυτή η λέξη –η ειλικρίνεια– λειτουργεί για τους ζηλιάρηδες κάτι σαν επικάλυψη. Καλύπτουν τη ζήλια μέσα απ’ το πέπλο της ειλικρίνειας, το θράσος μέσα στο θάρρος να λένε τα πράγματα με το όνομά τους. Αυτό που δεν έχουν δει, όμως, είναι τη μιζέρια που κρύβεται μέσα στην ψυχή τους.

Ή μήπως την βλέπουν και δεν την αντέχουν; Πώς να αντέχουν να ‘ναι μόνοι τους; Γιατί μετά απ’ την τόσο αυστηρή διαλογή έμειναν στον άσσο. Και δεν επεξεργάστηκαν καθόλου την ψυχή τους, δεν έψαξαν να δουν τι δεν πήγε καλά. Το πιο εύκολο είναι να κοιτάνε τι κάνουν οι άλλοι για να κρίνουν, να πουν την «αλήθεια» τους και την άποψή τους.

«Μα τι του βρήκες;». Τέσσερις λέξεις κι άπειρη κακία. «Αυτό που δε βρήκες εσύ μέχρι τώρα στη ζωή σου» είναι η απάντηση, κι ανοίγουμε τον ασκό του Αιόλου. Δεν είναι, όμως, να θυμώνει κανείς με τους ανθρώπους που στέκουν δίπλα μας κι εκφράζονται έτσι. Δυστυχώς, έχουν περιορισμένη δυνατότητα στην ενσυναίσθηση κι η ζήλια μέσα τους έχει γίνει δεύτερη φύση τους. Τους απομακρύνουμε διακριτικά, τους δείχνουμε το δρόμο της εξόδου και το πέρασμα σε μια άλλη κατάσταση. Γίνονται παραδείγματα προς αποφυγή, μιας και προς μίμηση δεν είναι.

Η ζωή κι οι σχέσεις της έχουν ένα αναφαίρετο και πολύτιμο συστατικό: αυτό της επιλογής. Επιλέγω, διαλέγω, αποφασίζω, είναι ο δρόμος μου, ο άνθρωπός μου, είναι κομμάτι δικό μου. Έτσι, λοιπόν, ποιος είναι αυτός και με ποια αρμοδιότητα μπορεί να αποφασίσει αν μας ταιριάζει και τι μας ταιριάζει; Ποιος είναι αυτός που θα κρίνει την όποια επιλογή μας και θα μας κάνει τις όποιες συστάσεις; Ξέχασα, χρησιμοποιεί τον απίστευτα χιλιοειπωμένο όρο: «Για το καλό σου το λέω, γιατί σε αγαπάω». Αν είναι έτσι η αγάπη, πασπαλισμένη με τόση πικρόχολη ζήλια, ας ευχηθούμε να μας αγαπάνε λιγότερο.

Σίγουρα η εξωτερική εμφάνιση ή τα προσωπικά γούστα δεν μπορούν να είναι στοιχεία αντικειμενικής κρίσης. Στα μάτια του ερωτευμένου το πλάσμα του είναι μοναδικό. Γιατί, δηλαδή, να έρθει ο καλοθελητής να το χαλάσει και να το πικράνει όλο αυτό;

Στις μέρες μας η μοναξιά είναι μια παγιωμένη κατάσταση, ζευγάρια εφήμερα, περιστασιακά, με μικρή διάρκεια ζωής. Όταν, λοιπόν, εμφανιστούν οι ερωτευμένοι, τότε γίνονται αντικείμενα σχολιασμού. Αν ταιριάζουν, αν έχουν το ίδιο στιλ, στάτους και τόσες άλλες απροσάρμοστες παρατηρήσεις που απέχουν κατά πολύ απ’ την πραγματικότητα.

«Ίσως ο Θεός να θέλει να γνωρίσεις πολλούς λάθος ανθρώπους πριν γνωρίσεις τον σωστό, έτσι ώστε όταν αυτό συμβεί, να είσαι ευγνώμων»  -Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Αυτό ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις των σχέσεων, είτε τις φιλικές είτε τις ερωτικές. Στις φιλικές αναγνωρίζουμε ως ακατάλληλο τον άνθρωπο εκείνο που εύκολα κρίνει και μιλάει με καυστικό τρόπο για τις όποιες επιλογές μας.

Γι’ αυτό, λοιπόν, όταν κάποιος ή κάποια μας κάνει την ερώτηση «Μα τι του/της βρήκες;», η απάντηση είναι μία: Αυτό που δε βρήκες εσύ σε κανέναν και καμία.

Συντάκτης: Ευαγγελία Βεργανελάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη