Η ιστορία απλή και χιλιοειπωμένη. Το σενάριο βαρετά γνωστό. Ο ρόλος σου συγκεκριμένος και συνειδητός. Στην ερώτηση που ήρθε έτσι ξαφνικά και σου έσκασε στα μούτρα δεν υπήρχαν πολλαπλές επιλογές. Ή μένεις ή φεύγεις. Γαμώτο, και δε συμπάθησες ποτέ τα διλήμματα. Να αφήσεις να σου συμβεί κάτι που θα ανατρέψει τα βολεμένα σου ή να παραμείνεις στη σίγουρη αλλά προβλέψιμη ζωή σου;

Στην περίπτωσή σας τουλάχιστον, οι πρωταγωνιστές είχαν θάρρος. Οι κινήσεις του ήταν καλά δουλεμένες, σχεδόν μαεστρικές. Σε πλησίασε με διαφορετικό τρόπο από εκείνον που συνήθιζε. Ήξερες ήδη ποιον έχεις απέναντί σου, προτού έρθει και σου αραδιάσει όλα εκείνα που μιλούν για έρωτες κι αγάπες του «όσο πάει». Λες και μετριέται ο έρωτας με το κιλό, σκέφτεσαι. Μοιάζει να ‘χει υπερβολική αυτοπεποίθηση, αυτό το περίμενες. Όλο το βράδυ σου μιλούσε για τον εαυτό του και για όσα μπορεί να καταφέρει μαζί σου. Κι αυτό αναμενόμενο. Στα είπε όλα χωρίς καμία καλοφτιαγμένη λεπτομέρεια. Ωμή αλήθεια, η δική του εκδοχή. Αυτό σίγουρα δεν το περίμενες.

Σε κάθε λέξη σε διαπερνούσε η σιγουριά του. Είχε μάθει απ’ έξω τον ρόλο του. Σταματούσε κι έπαιρνε μία βαθιά και καθόλου τυχαία ανάσα, για να σε κάνει να σκεφτείς. Κοιτούσε συνεχώς τον δρόμο που ανοιγόταν μπροστά του, τόσο καθηλωτικά που ελάχιστα σε κοίταξε όλο το βράδυ. Η ειλικρίνειά του αφοπλιστική, σχεδόν κυνική. Το δικό του «Σε θέλω» σήμαινε εδώ και τώρα. Αύριο ίσως έχει κιόλας ξεχαστεί. Έτρεμες και μόνο στην ιδέα.

Κρατούσες πλέον όλα τα στοιχεία του έργου κι έπρεπε να διαλέξεις. Θα ακολουθήσεις αυτό που ξέρεις ήδη πώς θα καταλήξει ή θα συνεχίσεις τη ζωή σου σαν να μη συναντήθηκε ποτέ ο καλά κρυμμένος κόσμος σου με τον δικό του, που τόσο δυσκολεύεσαι να αγνοήσεις;

Από τη στιγμή που μπήκες σε εκείνο το μαύρο αμάξι, άφησες απ’ έξω όλους τους φόβους και τις ανασφάλειές σου. Είχες ήδη αποφασίσει. Ήξερες ότι θα μπλέξεις και το έκανες.  Δεν κοίταξες καμία στιγμή πίσω, στα σίγουρά σου. Ακολούθησες το βλέμμα του κι ας είχε ήδη πολύ σκοτάδι, κι ας δυσκολευόσουν να ξεχωρίσεις σε ποιο σημείο σταματάει η άσπρη γραμμή του δρόμου και πότε αρχίζει ο γκρεμός.

Κάποια στιγμή δυνάμωσες τη μουσική, χωρίς να σου αρέσει ιδιαίτερα το τραγούδι που άκουγες. Ήθελες απλά να διακόψεις τον ήχο της φωνής του. Ήθελες να σταματήσεις τον τρόπο που μιλάει, παρασύρθηκες κι ας ήσουν καλά προετοιμασμένος για την επιρροή που θα σου ασκήσει. Έπαιρνε μεγάλο ρίσκο μαζί σου, δε φοβήθηκε στιγμή, όμως ήξερε ήδη πόσο πολύ φοβάσαι εσύ. Αυτός ήταν δικός σου ρόλος. Η ιστορία σας άρχιζε και τελείωνε αυστηρά σε εσάς τους δύο.  Εκείνο το βράδυ δε σε άφησε να μιλήσεις, ήθελες χρόνο για να παραδεχτείς αυτό που θες τόσο δυνατά, ίσως πιο πολύ και απ’ αυτόν. Δε σε πλησίασε, σε χαιρέτησε τυπικά και φαντάστηκες πως κάπως έτσι θα ’ναι και η ιστορία σας, θα τελειώνει τυπικά αγνοώντας την έκρηξη της προηγούμενης στιγμής.

Σε άφησε να πας εσύ κοντά του. Ήταν πολύ σίγουρος -ή έτσι έδειχνε. Δε σου είπε παραμύθια από εκείνα που σου αρέσουν, σου παρουσίασε μία αλήθεια από αυτές που δεν τολμούν πια οι άνθρωποι να αγγίξουν. Έμεινες όλο το βράδυ να αναρωτιέσαι. Ο σκοπός του είχε κιόλας πετύχει. Δεν έκανε τίποτα τυχαία, άλλωστε. Δίχως δεύτερη σκέψη ή και με πολύ περισσότερες το έκανες, σας επέλεξες και το χειροκρότημα ήταν η επιβράβευση για το θάρρος σου.

Πήγες κόντρα σε όλους και σε όλα. Ανακάλυψες τον εαυτό σου κι όσα δεν ήξερες για ‘σένα, ξεπέρασες τα όρια που είχαν μπει από άλλους. Έχασες την ισορροπία σου, δεν ήξερες πού σταματούσε το σωστό και πού ξεκινούσε το λάθος. Τώρα πια απολαμβάνεις να ζεις για λίγο στον μετέωρο πανικό. Τζόγος σκέφτεσαι, και στη χειρότερη περίπτωση να έχεις παίξει ένα ρόλο που δεν ήταν για ‘σένα.

Όταν ήσασταν μαζί υπήρχατε μοναδικά ο ένας για τον άλλον και μπροστά στον κόσμο οριακά γνωρίζονταν τα σώματά σας. Ήταν τόσο απλό για ‘σας. Λάτρευε τον τρόπο που τον κοιτάζεις κι ας μην το παραδέχτηκε ποτέ. Ήξερε πώς να σε ηρεμεί σε στιγμές που δε χωρούσε η λογική. Σε έκανε να χαμογελάς όταν το καλοστημένο του σενάριο παρουσίαζε κενά. Ο χρόνος κυλούσε και τα δευτερόλεπτα είχαν σημασία μόνο όταν σε κοιτούσε. Οι ρόλοι παρέμεναν αυστηρά ίδιοι. Κι η φλόγα μεγάλωνε επικίνδυνα. Δεν την άγγιξε ούτε η απόσταση ούτε οι ανάσες τρίτων.

Η περιποιημένη ζωή του, με όσα περίμεναν οι άλλοι να κάνει, δεν άλλαξε. Η δική σου, έμενε τόσο κοντά του όσο σε άφηνε και τόσο μακριά όσο μπορούσατε να αντέξετε. Κανείς δεν παραβίασε τους όρους. Είχες μπλέξει πιο άσχημα απ’ όσο φανταζόσουν, πιο επικίνδυνα απ’ όσο σε είχε προετοιμάσει. Έκανες όλα εκείνα που ορκιζόσουν πως δεν μπορείς να πλησιάσεις. Έχασες τον εαυτό σου ή μόλις συστηθήκατε ξανά;

Οι κινήσεις του δε σου άφηναν περιθώριο. Έδειξε κάθε πλευρά του εαυτού του, χωρίς να φοβηθεί πως θα σε χάσει. Έμεινες εκεί και γελούσες πονηρά σε κάθε εκδοχή του. Δεν περίμενες να αλλάξει, δε θα σου ταίριαζε αλλιώς. Αυτή ήταν κι η μαγική συνταγή. Τολμήσατε τις πραγματικές σας επιθυμίες, ζήσατε τις πιο χρωματιστές σας στιγμές και τότε βρήκατε τι είναι αυτό που λείπει απ’ τους ανθρώπους γύρω.

Ακόμα δεν έχεις καταλάβει αν έχει πέσει η αυλαία σας. Φοβάσαι πως δε θα συναντήσεις ποτέ ξανά κάποιον σαν αυτόν και ταυτόχρονα το εύχεσαι δυνατά. Τώρα πια αποφεύγεις επιμελώς ατημέλητα να συναντήσεις αυτό το βλέμμα. Τρέμεις πως αυτή τη φορά θα ‘ναι άδειο και δε θα το αναγνωρίσεις. Ακόμα περισσότερο, όμως, φοβάσαι πως θα σας θυμίσει τη δίψα για λίγη ζωή ακόμα, κι ας μη μοιάζει να ‘ναι αληθινή.

 

Συντάκτης: Ελεάννα Μαυροπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη