Θα ξεχάσεις, θα το δεις. Μην μπερδεύεσαι όμως, όχι το πρόσωπο που σε σημάδεψε, όχι την ιστορία σας, ούτε τις στιγμές σας. Δε θα ξεχάσεις τον τρόπο που σε κοίταζε, δε θα ξεχάσεις τη μυρωδιά που αναγνώριζες σε χίλια σώματα ανάμεσα. Δε θα μπορέσεις να ξεχάσεις το αγαπημένο σας τραγούδι, τις εκδρομές και τις γκρίνιες σας, τα μέρη που ανακαλύψατε μαζί και τις γεύσεις που δοκιμάσατε για πρώτη φορά. Δε θα μπορέσεις να ξεχάσεις τον τρόπο που αγγίζονταν τα χείλη σας, τη γεύση που έμοιαζε συχνά με την αγαπημένη τσίχλα, τα κρουασάν που έφερνε τις Κυριακές και τα μεθυστικά σφηνάκια στις καλοκαιρινές εξάψεις.
Θα ‘ρθει η μέρα όμως που θα ξεχάσεις τον κρότο που προκάλεσε η εκρηκτική χημεία σας, τον οξύ ήχο στο αντίο σας, τους εγωισμούς, τα νεύρα και τα λόγια γεμάτα ένταση και θυμό. Καμία σημασία δεν έχει ποιος το ήθελε πιο πολύ, ποιος έφτασε πρώτος στο τέρμα, ποιος προχώρησε πιο γρήγορα, ποιος ονειρευόταν καιρό να φύγει μακριά. Στην ιστορία σας δεν υπάρχει θύτης και θύμα, ξέρεις καλά πλέον πως δε χρειάζεται πάντα κάποιος να φταίει, κάποιος να πάρει την ευθύνη για να ελαφρύνει τον άλλον, αλλά χωρίς να μπορεί να το αντέξει πάντα.
Θα ξεχάσεις όσα απότομα και σκληρά ειπώθηκαν λίγο πριν το τέλος. Έμοιαζες να μην ανήκεις σε αυτό το σκηνικό, ήθελες να είχες φύγει ήδη πριν αντικρίσεις το τέλος και όλα όσα το συνοδεύουν. Ποιος είναι αυτός που πληγώνει κάποιον χωρίς την άδειά του; Ακούγεται βίαιο, αλλά μοιάζει να είναι αληθινό. Πάρε μία ανάσα, σταμάτα να σκέφτεσαι πώς θα περάσει αυτό το πάτημα στο στέρνο σου και αναρωτήσου για λίγο. Όλες εκείνες τις φορές που είπες «άσ’ το να περάσει» ενώ μέσα σου καιγόσουν, την ημέρα που συνέχισες ενώ είχε πατήσει τη δική σου κόκκινη γραμμή, που δεν τσακώθηκες, που δεν υπενθύμισες τα όριά σου, που απέφυγες την ένταση. Εκείνα τα θέλω που δεν ήταν δικά σου, τα «όχι» που μέσα σου φώναζαν «ναι» μα και το αντίστροφο. Σκέψου ξανά λοιπόν, πληγώθηκες χωρίς να το θέλεις τελικά ή έστω χωρίς να το επιτρέψεις να συμβεί; Μην απαντήσεις ακόμη, άσε τις σκέψεις και τα συναισθήματα να κυλήσουν.
Λοιπόν, τι λέγαμε; Σωστά, ότι θα ξεχάσεις όλα όσα σε πόνεσαν με ή χωρίς την άδειά σου. Θα περάσει ο καιρός που δεν ξέρω αν γιατρεύει, αλλά σίγουρα προστατεύει κι επουλώνει τις πληγές. Θα ‘ρθει η στιγμή που θα θυμάσαι μόνο όσα αντέχεις, τα όμορφα και τις καλές σας στιγμές, για να μπορέσεις να συγχωρήσεις εσένα, αλλά και τον άλλον και να πας παρακάτω. Δεν έχεις κι άλλη επιλογή άλλωστε, πρέπει να συνεχίσεις, η ζωή θα σε περιμένει για λίγο, αλλά μην την αγνοείς γιατί θα προσπεράσει. Κι αυτό να ξέρεις πως αν συμβεί θα σε ενοχλήσει πολύ γιατί θα ξέρεις πως εσύ το άφησες να γίνει, σαν το ξυπνητήρι που αφήνεις στην αναβολή και χάνεις το λεωφορείο.
Ο οργανισμός σου θα ακολουθήσει η διαδικασία που πρέπει, το ένστικτο της επιβίωσης θα αναλάβει κι έτσι θα κρατήσει τα καλά και όσα από τα άσχημα αντέχει για να του θυμίζουν να μη γυρίσει πίσω. Δε χρειάζεται να ανησυχήσεις εσύ και γι’ αυτό. Θα κρατήσεις εκείνα που αντέχεις για να προχωρήσεις, θα θυμάσαι όσα μπορείς για να μπορείς και να ξεχνάς. Αν θες κράτα και κάτι ακόμα, τη σιωπή σας λίγο πριν το φινάλε. Αυτή η σιωπή, μπορεί σε κάποιους να μοιάζει άχαρη και βουβή, μα γλύκανε όλες τις πληγές και τις φωνές, είπε όσες λέξεις δεν τολμούσαν και αγκάλιασε το τέλος σας με περισσότερη θέρμη.
Μην προσπαθείς μην πιέζεσαι να ξεχάσεις γρήγορα, άσε τον εαυτό σου και τη ζωή να σου δείξουν το δρόμο. Θα ξεχάσεις όσα δε σου χρειάζονται και θα θυμάσαι όσα λειτουργούν, θα το δεις. Σταμάτα να πιέζεις τον εαυτό σου και να σου θυμίζεις συνέχεια να μην τα σκέφτεσαι. Για την ώρα θα κάνεις σαν να μην υπάρχουν, μέχρι τη μέρα που δε θα υπάρχουν πια.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου