Ο έρωτας κι η αγάπη είναι δύο έννοιες που ερμηνεύονται κι εκφράζονται με διαφορετικό τρόπο απ’ τον κάθε άνθρωπο. Αυτό συμβαίνει σε τέτοιο βαθμό, που ενίοτε δυσκολευόμαστε να διακρίνουμε αν υπάρχουν αυτά στη σχέση μας ή αν απλώς πρόκειται για κάποια ανάγκη μας που αφορά την αποφυγή της μοναξιάς. Κύριος παράγοντας που μπορεί να οδηγήσει σ’ ένα τέτοιο μπέρδεμα είναι η παρερμηνεία κι ίσως η διαστρέβλωση της σημασίας των λέξεων αυτών.

Οι λόγοι που βρισκόμαστε σε μια σχέση αφορούν τα εσωτερικά κι εξωτερικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου που μας γοητεύουν κι η επικοινωνία που έχουμε μαζί του, όπως ενδιαφέρουν κι εκείνον τα αντίστοιχα σ’ εμάς. Όσο αλληλεπιδρούμε, αναπτύσσονται κάποια συναισθήματα κι απ’ τις δύο πλευρές, που στρέφουν τον έναν προς τον άλλον κι υπάρχει μια σαφής εικόνα για την κατάσταση της σχέσης, χωρίς να χωράνε πολλές αμφιβολίες για την καλή εξέλιξή της. Εν ολίγοις, δύο άνθρωποι που είναι μαζί και γνωρίζουν τι τους κρατά μαζί, έχουν μια συναισθηματική σύνδεση μεταξύ τους. Αντιθέτως, όταν δεν μπορούμε ν’ απαντήσουμε γιατί επιλέξαμε κάποιον άνθρωπο και να παραδεχτούμε τον λόγο που εξακολουθούμε να δενόμαστε παράλογα μαζί του, τότε φαίνεται πως έχουμε μια συναισθηματικά εξαρτητική σχέση.

Βέβαια, για ν’ αναρωτηθεί κάποιος ποιοι είναι οι λόγοι που διατηρεί κάποια σχέση, ή θα τον έχουν πιάσει τα «υπαρξιακά» του ή θα έχει αντιληφθεί ότι κάτι δεν πάει καλά. Τα συναισθηματικά εξαρτημένα άτομα συνήθως βλέπουν ότι δεν ικανοποιούνται απ’ τη σχέση τους αλλά κάνουν πως δεν το βλέπουν και βυθίζονται στην κακή ψυχολογία που επέρχεται μετά από κάθε στραβή και τις συνέπειες αυτής. Οι καβγάδες είναι πολύ εύλογο να υπάρχουν σε μια σχέση, ακόμα κι αν δεν υπάρχει σοβαρός λόγος. Αυτό όμως που καθορίζει έναν υγιή ή μη υγιή καβγά, είναι η αντιμετώπιση του ζευγαριού κατά τη διάρκειά του και η στάση του μετά το πέρας του.

 

 

Όταν ο ένας παράγοντας της σχέσης καθιστά πάντα υπεύθυνο για τους τσακωμούς μόνο τον άλλον παράγοντα και θεωρεί πως πρέπει να τιμωρηθεί με κάποιον τρόπο γι’ αυτό, φαίνεται πως δεν υπάρχει ισότητα ανάμεσα στους συντρόφους. Σ’ αυτού του είδους τη σχέση, είναι επόμενο ο δεύτερος παράγοντας ν’ αποδέχεται κάθε φορά τη θέση του υπαίτιου για ό,τι συμβαίνει και να μπαίνει στη διαδικασία να τιμωρεί κι ο ίδιος τον εαυτό του. Έχει μόνιμα την εντύπωση πως χρειάζεται ν’ αποδεικνύεται άξιος αγάπης και θα υποστεί τα πάντα ώστε να χαρακτηρίζεται μόνο από «καλοσύνη», που στην πραγματικότητα δεν εμφανίζεται. Απ’ την άλλη, μπορεί να είναι το άκρως αντίθετο, πράγμα που σημαίνει ότι δεν αναλαμβάνει την ευθύνη για τίποτα, καθώς ακολουθεί πιστά τα βήματα και τις οδηγίες του συντρόφου του, εξελίσσοντας μία μονόπλευρη ξανά σχέση, χωρίς όμως να υπάρχει περιθώριο για επίπληξη.

Όλ’ αυτά προκύπτουν απ’ την έλλειψη αυτοεκτίμησης και σθένους, ώστε να υποστηρίξει κάποιος τον εαυτό του και τις επιθυμίες του. Νιώθει έντονη ανασφάλεια, οπότε δεν παίρνει αποφάσεις και δε δρα με την προσωπική του λογική και το δικό του ανεπηρέαστο συμπεριφορικό μοτίβο. Το να πει όχι σε κάτι ή γενικότερα να προβάλλει αντίσταση σε οτιδήποτε κατά βάθος διαφωνεί του είναι εξαιρετικά δύσκολο, όπως επίσης δεν αντιδρά και με τον τρόπο που θα ήθελε, αν δεν ήταν εξαρτημένος. Ο φόβος της εγκατάλειψης κι η μοναξιά που θα αισθανθεί, όταν απεμπλακεί απ’ τη σχέση του, είναι απ’ τους βασικότερους λόγους που δε λειτουργεί αυτόνομα.

Έπειτα, ένας συναισθηματικά εξαρτημένος άνθρωπος επιζητεί με κάθε τρόπο και σ’ εξουθενωτική συχνότητα τη συναισθηματική του επιβεβαίωση. Μπορεί να τη βιώσει είτε λεκτικά είτε με έμπρακτο τρόπο, επιδιώκοντάς το όμως έμμεσα. Δεν επικοινωνεί τι χρειάζεται ή επιθυμεί, η συμπεριφορά του είναι πολύ δοτική και προσφέρει ιδιαίτερη φροντίδα, αποσκοπώντας να λάβει κάτι αντίστοιχο. Όταν το ταίρι του δεν ανταποκρίνεται όπως επιδιώκει κι ελπίζει ο εξαρτημένος, γίνεται υπεραναλυτικός και καχύποπτος και στο τέλος νιώθει ανάξιος κι ανεπαρκής. Όποτε λαμβάνει την επιδιωκόμενη αντιμετώπιση, παίρνει τεράστια ανακούφιση, ωστόσο η διάρκεια αυτής είναι πάρα πολύ σύντομη. Έτσι, λοιπόν, το άτομο αυτό βρίσκεται σ’ έναν αέναο κύκλο κι η ψυχολογική του σταθερότητα ή αστάθεια εξαρτάται σχεδόν καθολικά από κάποιον άλλον.

Είναι πεπεισμένοι πως δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς να είναι κάποιος δίπλα τους οι εξαρτημένοι από μια σχέση. Αυτό σημαίνει πως οι άλλοι κάνουν τις επιλογές, αναλαμβάνουν τις ευθύνες και διαμορφώνουν όλο τους το γίγνεσθαι. Για τους συναισθηματικά εξαρτημένους, η χαρά κι η ολοκλήρωση που νιώθουν είναι η αντανάκλαση της ικανοποίησης των άλλων, κι ας καταπιέζουν οι ίδιοι τα συναισθήματα και τις επιθυμίες τους. Δεν μπαίνουν στη διαδικασία να διεκδικήσουν τίποτα, καθώς πορεύονται με την πραγματικότητα που διαμορφώνει ο σύντροφός τους για τους ίδιους, σαν να ζούνε τη δική τους ζωή, αφού δεν πλάθουν μόνοι τους τις εμπειρίες και τα βιώματά τους. Με το να μη λαμβάνουν πρωτοβουλίες για κάτι, αισθάνονται απενοχοποιημένοι απ’ το οποιοδήποτε λάθος τύχει να προκύψει, καθώς λέξεις όπως η απόφαση, το ρίσκο κι η σύγκρουση αποτελούν πολύ μεγάλα γόητρα φόβου.

Οι πιο συνήθεις αιτίες δημιουργίας συναισθηματικών εξαρτήσεων εντοπίζονται στην παιδική κι εφηβική ηλικία του πλέον ενήλικα. Μπορεί να αφορούν το γονεϊκό πρότυπο ή τη σχέση μεταξύ παιδιού-γονέων. Οι υπερπροστατευτικοί ή επικριτικοί γονείς, άθελά τους, ριζώνουν στο υποσυνείδητο του παιδιού τους να λειτουργεί εξαρτητικά, αφού είτε θα έχουν την ανάγκη να προστατεύσουν τους άλλους ώστε να λάβουν αγάπη ή να λαμβάνουν την επιδοκιμασία των άλλων ώστε να βλέπουν τον εαυτό τους ως αξιαγάπητο ον. Στην ουσία εγκλωβίζονται και παρακινούνται απ’ τον συνεχή φόβο επιβεβαίωσης του ότι θ’ αποδειχτούν ανίκανοι για το οτιδήποτε και θ’ απορριφθούν.

Φυσικά, για να δημιουργηθεί μια εξαρτητική συναισθηματική σχέση, θα πρέπει κι οι δύο παράγοντες να βρίσκονται σε κάποια θέση που δεν μπορούν ν’ αντιληφθούν πώς λειτουργούν οι υγιείς σχέσεις κι η έννοια του δούναι και λαβείν. Μπορεί να φαίνεται όλο αυτό σχεδόν άκακο, σε σχέση με κάποια άλλη εξάρτηση, αλλά αποτελεί ένα τεράστιο εμπόδιο για την ολοκλήρωση και την εξέλιξη της προσωπικότητας του καθενός, αφού δρουν χωρίς ωριμότητα. Βέβαια, οι άνθρωποι αυτοί, λόγω της ευαλωτότητάς τους, είναι επιρρεπείς στη δημιουργία κι άλλων εξαρτήσεων, καταστροφικών για τη σωματική κι όχι μόνο την ψυχολογική τους υγεία, όπως και στην κατάθλιψη και διάφορες ψυχολογικές διαταραχές.

Είναι πολύ δύσκολο για τον οποιονδήποτε να συνειδητοποιήσει πως βρίσκεται εγκλωβισμένος σε τέτοιες καταστάσεις. Όσες φορές κι αν επαναληφθεί το ίδιο μοτίβο σχέσης στη ζωή του, πάντα αναρωτιέται τι κάνει λάθος κι οδηγείται σε ανασφαλή και λανθασμένα συμπεράσματα, ρίχνοντας το φταίξιμο στους άλλους, που δεν ήταν αρκετά «καλοί», ώστε να εκτιμήσουν τις θυσίες τους. Είναι μια αναμενόμενη εξέλιξη, αφού είναι μηδενικές οι ευθύνες τους, όπως ειπώθηκε και παραπάνω. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η ψυχρή κι απόμακρη σχέση που έχει με τον εαυτό του ένας τέτοιος άνθρωπος, οπότε πρέπει να ξεκινήσει με την ανοικοδόμηση αυτής της σχέσης. Το δέον χρονικό διάστημα αυτής της διαδικασίας ποικίλει από προσωπικότητα σε προσωπικότητα, αφού υποβληθεί και σε διαδικασία αντιμετώπισης των φόβων που έχει.

Αν πρέπει να κρατήσουμε ένα πράγμα απ’ όλα αυτά είναι πως χρειάζεται να έχουμε επαφή με τον εαυτό μας, να τον ακούμε, να καταλαβαίνουμε τι είναι αυτό που θέλουμε, γιατί και για ποιον. Δεν αρκεί ποτέ να είναι οι άλλοι καλά και να χαιρόμαστε γι’ αυτούς‧ για να είμαστε πραγματικά καλά, χρειάζεται να το βιώνουμε μέσα μας. Να κάνουμε αυτά που μας γεμίζουν, χωρίς να σκεφτόμαστε τόσο εμμονικά τι αντίκτυπο θα έχουν στον απέναντι. Ο χρόνος κυλάει σε τόσο γρήγορους ρυθμούς που χάνουμε την αίσθηση κι είναι κρίμα να τον αφήνουμε να γλιστράει ανάμεσα σε όσα νομίζουμε ότι θα μας κάνουν χαρούμενος, αλλά στην πραγματικότητα μας θλίβουν. Όσο κι αν δεν τον πιστεύουμε, όσο κι αν φοβόμαστε, εκεί έξω υπάρχουν άνθρωποι με τους οποίους θα είμαστε όντως καλά μαζί.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Ελένη Βαλαβάνη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου