Βηματίζω αργά δίπλα στην παραλία. Τη δική μου παραλία, τη δική μου αμμουδιά, τη δική μου ακροθαλασσιά. Ξυπόλητη, με μαλλιά ανακατεμένα απολαμβάνω τούτο το μέρος, τούτον τον τόπο, τούτο το σημείο ακριβώς, που έζησα μέσα του πολλά.

Στέκομαι σ’ εκείνο το βράχο. Ναι, εσύ κατάλαβες ποιον. Ένα καβούρι μ’ έχει αγγίξει με τις μικρές δαγκάνες του. Ίσως να θέλει να με φοβίσει, να με διώξει που του έκοψα το δρόμο. Μα δεν τα κατάφερε, μόνο μ’ έκανε να το συμπαθήσω. Το ίδιο κι αυτό το μέρος. Προσπάθησε να με φοβίσει, θαρρώ. Μα κατάφερε οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό.

Κοιτάζω τον ορίζοντα και βλέπω μέσα σ’ αυτόν τα πάντα. Βλέπω μέσα σ’ αυτόν καθετί που με έκανε να μείνω. Τον κάθε λόγο, ή μάλλον, τον κάθε άνθρωπο που μ’ έκανε να μη θέλω να φύγω από εδώ.

Μα ποτέ δεν ήθελα πραγματικά να φύγω. Το ξέρεις κι εσύ. Όλο σου ‘λεγα πως θα φύγω μα δε με πίστευες. Κι αυτό, γιατί έβλεπες βαθιά στα μάτια μου την επιθυμία μου να μη θέλω να αποχωριστώ τούτον τον τόπο. Να μη θέλω να αποχωριστώ τους ανθρώπους του. Να μη θέλω να αποχωριστώ εσένα.

Έτυχε να βρίσκεσαι κι εσύ μπροστά σε κάτι ξεσπάσματά μου που ήθελα να τα διαλύσω όλα και να εξαφανιστώ. Θόλωνα και πετούσα σε μια τσάντα ρούχα, παπούτσια, όλα με οργή. Φώναζα πως θα φύγω, ούρλιαζα πως δεν άντεχα εδώ, πως δεν άντεχα να βρίσκομαι στον ίδιο τόπο μαζί σου, να συχνάζω σε μέρη που συχνάζεις, να σε νιώθω εκεί, τέλος πάντων.

Ήθελα να εξαφανιστώ από εσένα κι ό,τι σε θύμιζε. Να φύγω μακριά απ’ τα λάθη μου με την ψευδαίσθηση πως θα λυτρωθώ από αυτά. Να πάω όπου βρω, όπου με βγάλει ο δρόμος. Μα ξαφνικά ένα κενό. Με αγκάλιαζες κι άλλαζαν όλα, έκαναν στροφή. Ήθελα να μείνω εκεί στην αγκαλιά σου για πάντα. Πετούσα τη βαλίτσα κάτω κι ήμουν πάλι δική σου, γινόμουν ένας άνθρωπος άλλος. Χάρη σε σένα. Ή κι εξαιτίας σου, δεν ξέρω κι εγώ τι.

Και τώρα είμαι εδώ, στέκομαι ακόμη σε τούτο το βράχο. Στέκομαι όρθια με ένα βλέμμα, το οποίο δεν μπορώ να εξηγήσω κι απορώ κι εγώ με τον εαυτό μου. Απ’ τη μία τρομάζω που τόσο καιρό έλεγα πως θα φύγω και που όμως είμαι ακόμα εδώ. Απ’ την άλλη συγκινούμαι που πέρασα αυτά. Ό,τι έζησα. Διότι τα έζησα.

Τα αγαπώ όλα σε τούτο το μέρος. Την κάθε ατέλεια, την κάθε ασήμαντη λεπτομέρεια. Το έμαθα απ’ έξω κι ανακατωτά. Το κάθε στενό, το κάθε μονοπάτι, την κάθε κρυμμένη παραλία. Εσύ μου τα ‘μαθες, μαζί τα περπατήσαμε, μαζί τα ζήσαμε.

Το ίδιο ισχύει και με τους ανθρώπους εδώ. Το ίδιο και με ‘σένα. Σε έχω μάθει απ’ έξω κι ανακατωτά. Ή τουλάχιστον έτσι θέλω να πιστεύω. Ποτέ δε θα μάθω, οπότε ας μείνω με αυτήν την πιθανή ψευδαίσθησή μου.

Βραδιάζει. Σε θυμήθηκα ξανά. Βασικά τι λέω, αφού δεν έφυγες και καθόλου απ’ το μυαλό μου. Λέω απόψε να ξαπλώσω εδώ. Όχι για να κοιμηθώ. Μόνο να ξαπλώσω στην αμμουδιά που μεγάλωσα, που γεύτηκα, που μύρισα, που περπάτησα, που ξάπλωσα σ’ αυτήν μαζί σου. Να ονειρευτώ με μάτια ανοιχτά, να μετρήσω ένα-ένα τ’ αστέρια, να απολαύσω τη νύχτα ολόκληρη χωρίς να χάσω στιγμή. Να απολαύσω άλλη μια νύχτα που μου χαρίζει τούτο το μέρος. Μα ακόμα περισσότερο αυτή τη φορά.

Λέω και ξαναλέω πως θα φύγω. Συνέχεια. Τόσες φορές. Με κάθε ευκαιρία που έχω την εντύπωση πως δειλιάζω, πως δεν μπορώ να αντιμετωπίσω άλλο τις δυσκολίες που συναντάω εδώ. Μα στην τελική τι σημασία έχει, σε μένα τίποτα δε θα αλλάξει. Ούτε στις επιλογές μου ούτε στις αναμνήσεις μου, όλα αυτά θα με ακολουθούν για πάντα όπου και να πάω.

«Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θα βρεις άλλες θάλασσες», έχει πει ο Καβάφης. Κι έχει δίκιο. Ίσως, γι ‘αυτό είμαι ακόμα εδώ, γιατί συμφωνώ μαζί του. Γιατί να φύγω, πού να πάω;

Ναι, είχα πει θα φύγω. Μα ξέρω πως δεν αξίζει. Ξέρω πως δεν το αξίζω, πως δεν αξίζει τούτου του τόπου να τον αποχωριστώ. Πως δε θα αλλάξει κάτι. Τον αγαπώ. Ναι, είχα πει θα φύγω. Κι όμως, είμαι ακόμα εδώ.

Συντάκτης: Έλενα Παπαγεωργίου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη