Μια κακιά συνήθεια ήσουν κι εσύ. Κακιά συνήθεια σαν το τσιγάρο. Διείσδυσες σιγά-σιγά στην ψυχή μου και την κατέστρεφες λίγο-λίγο, τη μαύριζες, όπως το τσιγάρο στα πνευμόνια. Για το τσιγάρο το καταλάβαινα, ήξερα ότι μου έκανε κακό, για σένα όμως δεν το έβλεπα. Όπως ο εθισμένος έχει ανάγκη από το αντικείμενο του εθισμού του, ξυπνάει και κοιμάται με αυτή τη μοναδική σκέψη και δεν καταλαβαίνει πως μέρα με τη μέρα τον καταστρέφει, έτσι κι εγώ. Εθιζόμουν σιγά-σιγά, έπεφτα όλο και πιο πολύ σε αυτό το ναρκωτικό που λέγεται «έρωτας».

Λένε ότι πιο πολύ απ’ τον εθισμό στα χαρτιά, στο αλκοόλ, στο τσιγάρο και στα ναρκωτικά, να φοβάσαι τον εθισμό σε έναν άνθρωπο. Κι εγώ εθίστηκα σε σένα, στον τρόπο που ηρεμούσες την ψυχή μου, στον τρόπο που με έκανες να γελάω, όπως κανένας δεν είχε καταφέρει μέχρι τώρα. Εθίστηκα στα μάτια σου, στο χαμόγελό σου, στον περίεργο χαρακτήρα σου.

Εγώ θα έλεγα πως όλοι οι εθισμοί είναι το ίδιο. Έχουν την ίδια δύναμη πάνω σου, σε κατατρώνε, θολώνουν το μυαλό σου, επηρεάζουν την κρίση σου και σε οδηγούν σιγά-σιγά στην καταστροφή του ίδιου σου του εαυτού. Και το χειρότερο είναι πως το απολαμβάνεις.

Και τον έρωτα εγώ τον συγκρίνω με τον εθισμό στον τζόγο. Μπαίνεις στο παιχνίδι και ρισκάρεις τα πάντα, παίζεις all in. Ένας εθισμένος στα χαρτιά δεν καταλαβαίνει πότε πρέπει να σταματήσει, να εγκαταλείψει την παρτίδα και συνήθως καταλήγει να τα χάνει όλα. Ιδού ο έρωτας.

Και εγώ μπήκα στο παιχνίδι, πιστεύοντας ότι θα κερδίσω, ότι θα βγω αλώβητη απ’ την παρτίδα. Και τα έδωσα όλα, και σιγά-σιγά τα έχανα, ένα προς ένα, όλα αυτά που είχα δώσει, αλλά κι αυτά τα λίγα που είχα κρατήσει για μένα. Όπως ο εθισμένος τζογαδόρος, έτσι κι εγώ, δεν κατάλαβα ότι η παρτίδα είχε τελειώσει για μένα κι έπρεπε να αποχωρήσω. Και παρέμεινα, μέχρι που είχαν χαθεί όλα, δεν είχε μείνει τίποτα πια για να παίξω, μόνο η ψυχή μου, και την έπαιξα κι αυτή. Η τύχη, όμως, δεν ήταν με το μέρος μου και δε ρέφαρα. Βγήκα απ’ το παιχνίδι, λοιπόν, ένας άλλος άνθρωπος, διαφορετικός.

Γιατί ήθελα να παραμείνω στο παιχνίδι και για να το καταφέρω αυτό έπρεπε να αλλάξω. Αναγκάστηκα να βάλω τον εαυτό μου σε καλούπι. Ένα καλούπι που δε με χωρούσε, αλλά το ήθελα πολύ να συνεχίζω να παίζω, έτσι έπρεπε να χωρέσω. Κι έκοβα, έκοβα, αφαιρούσα κομμάτια του χαρακτήρα μου, λίγο από εδώ, λίγο από εκεί. Χώρεσα στο τέλος, αλλά πάλι δεν έφτανε.

Κι όταν η παρτίδα θεωρήθηκε λήξαν, βρήκα τη δύναμη κι αποχώρησα. Στάθηκα στα πόδια μου, όμως, ο εθισμός που άκουγε στο όνομά σου ήταν ακόμα εκεί, ριζωμένος βαθιά μέσα μου. Με κατέτρωγε όλο και πιο πολύ και τώρα θυμάμαι εσένα που μου φώναζες για τον εθισμό μου στο τσιγάρο και γελάω. Τι να σου κάνει το τσιγάρο μπροστά στον έρωτα;

Το τσιγάρο μου δε με πρόδωσε. Ήταν εκεί κάθε βράδυ και με άκουγε να μιλάω για σένα ώρες ατελείωτες. Και τώρα καπνίζω πιο πολύ, ίσως από αντίδραση, επειδή ξέρω ότι το μισούσες που κάπνιζα, ίσως γιατί προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου πως είμαι πιο πολύ εθισμένη σε αυτό παρά σε σένα.

Τελικά, μετά από καιρό, κατάλαβα πως ο εθισμός μου για το τσιγάρο όντως αποδείχτηκε μεγαλύτερος απ’ τον εθισμό μου σε σένα, γιατί χωρίς εσένα μπόρεσα και προχώρησα. Σε αποτίναξα από πάνω μου κι από μέσα μου. Το πακέτο μου, όμως, είναι ακόμα εκεί και με περιμένει κι όταν με ρωτάνε «Γιατί δεν το κόβεις;», σαν εθισμένη κι εγώ, η απάντηση που δίνω θα είναι πάντα η ίδια: «Γιατί δε θέλω!».

Συντάκτης: Δέσποινα Τάμπου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη