Έχετε ακούσει γι’ αυτό το νέο tik tok trend, που ζευγάρια, φίλοι, γονείς και παιδιά κάθονται ο ένας δίπλα από τον άλλον και με μια αφοπλιστική ειλικρίνεια αποκαλύπτουν μυστικά, που έκρυβαν μέσα τους, με βασικό όρο και αυστηρή προϋπόθεση να μην κριθούν γι’ αυτή τους την αποκάλυψη;

Σίγουρα θα έχετε ακούσει και θα έχετε δει σχετικά βιντεάκια. Όλα ξεκινούν με τη φράση «ακούμε και δεν κρίνουμε» και ακολουθεί η αποκάλυψη του μυστικού. Την πρώτη φορά που είδα ένα σχετικό βίντεο, δε σάς κρύβω, σάστισα. Κι αυτό, διότι, εν πρώτοις, μού φάνηκε αρκετά δύσκολο να φανταστώ τον εαυτό μου στη θέση εκείνου που παραδέχεται τόσο ανοιχτά κάτι που είχε κάνει στο παρελθόν, μία σκέψη ή μία πρόθεσή του. Εντάξει, θα μού πείτε πως δεν αποκαλύπτονται και τα μυστικά του κράτους. Όμως, ρε παιδί μου, γιατί να το κάνεις αυτό σε ένα βίντεο; Αφενός και αφετέρου από πού πηγάζει αυτή η απόλυτη βεβαιότητα πως ο άλλος, που θα μάς ακούσει, δε θα μάς κρίνει; Κι αν πρέπει να μάς κρίνει;

Τις επόμενες φορές, ωστόσο, που ο αλγόριθμος μού εμφάνισε τέτοια βίντεο, έπιασα τον εαυτό μου να αναρωτιέται διάφορα πράγματα, τα οποία -ομολογουμένως- ξεπερνούν κατά πολύ το περιεχόμενο και τη στόχευση αυτών των βίντεο. Εκείνο, που με τούτα και με τ’ άλλα, μού ήρθε κατευθείαν στο μυαλό ήταν η αποδόμηση αυτής της φράσης. Αναρωτήθηκα, λοιπόν, αν σε έναν πρώτο χρόνο εμείς σήμερα ακούμε. Ακούμε τους άλλους όταν εκείνοι μάς μιλούν; Τούς ακούμε -με την έννοια του αφουγκράζομαι- όταν μάς μιλούν για τα προβλήματά τους;  Τούς συναισθανόμαστε; Κι αν τα πράγματα έχουν έτσι, μένουμε σιωπηλοί ή τελικά -παραβιάζοντας τους κανόνες του tik tok- κρίνουμε τους ανθρώπους που είναι δίπλα μας και μάς εμπιστεύονται τα προβλήματα και τις ανησυχίες τους και τα πιο απόκρυφα μυστικά τους;

Κι αφού πέρασα αρκετή ώρα κάτω από τις κουβέρτες μου με αυτές τις διερωτήσεις, επιχείρησα να ρωτήσω γνωστούς και φίλους αν ξέρουν αυτό το καινούργιο trend, που κατακλύζει τις διαδικτυακές πλατφόρμες, με απώτερο σκοπό (πάντα έχω απώτερο σκοπό) να θέσω τα ερωτήματα, που έθεσα παραπάνω, ώστε να ξεκινήσει μία πιο φιλοσοφικό-ποιοτική συζήτηση και να νιώσουμε -εκατέρωθεν οι συνομιλητές- στοχαστές. Λίγο, όμως, η πίεση και οι απαιτήσεις της καθημερινότητας, λίγο η έμφυτη τάση μου και ο παρορμητισμός μου να θέτω τέτοιες ερωτήσεις σε όλους όσοι βρίσκονται απέναντί μου και λίγο (πολύ) η άναρχη και μπερδεμένη -εν τη γενέσει της- σκέψη μου, μπερδεύτηκα. Μπερδεύτηκα και διατύπωσα την πασίγνωστη (πχια) φράση του tik tok λάθος.

Κοίταξα, λοιπόν, τα παιδιά και τους είπα: «Ξέρετε αυτό το καινούργιο, που έχει βγει στο tik tok και λένε όλοι πως δεν ακούμε και κρίνουμε;». Στην αρχή δεν κατάλαβα τι είπα. Τα παιδιά με διόρθωσαν και μού είπαν πως αυτό το μικρό αρνητικό μόριο μπαίνει μπροστά από το κρίνουμε και όχι από το ακούμε. Ναι, εντάξει, δε μού το είπαν ακριβώς έτσι, αλλά δεν έχει και μεγάλη σημασία. Εκείνο, που έχει σημασία είναι η παραδοχή, στην οποία αργότερα προέβην, πως τελικά δεν έκανα λάθος και πως γλώσσα λανθάνουσα τ’ αληθή λέγει. Σήμερα στα social media και στο διαδίκτυο όχι απλά δεν ακολουθούμε -όπως αφήνουμε να φανεί- το trend, αλλά κρίνουμε και μάλιστα ανελέητα, πριν καν προλάβουμε να ακούσουμε. Δεν ακούμε, λοιπόν, και, παρ’ όλα αυτά, κρίνουμε.

Κρίνουμε τους influencers, τους creators, τους “on air” ανθρώπους. Κρίνουμε όσους κλέψουν λίγο από τον (περιορισμένο και πολύτιμο) χρόνο της οθόνης για να διατυπώσουν μία άποψη λίγο διαφορετική από τη δική μας, αλλά και όλους εκείνους που εκφράζουν την ίδια άποψη με τη δική μας. Τι παράδοξο κι αυτό. Θα μού πεις (ορθά): Αυτό συμβαίνει μόνον στον διαδικτυακό κόσμο; Και θα σού απαντήσω πως όχι. Αν ρίξεις γύρω σου μία γρήγορη ματιά, θα συνειδητοποιήσεις -εξίσου γρήγορα- πως οι άνθρωποι στην καθημερινότητά μας δεν ακούμε κανέναν και τίποτα και κρίνουμε τα πάντα και όλους. Όταν, λοιπόν, ο κόσμος του διαδικτύου μάς δίνει την ευκαιρία να αναπτύξουμε αυτή μας τη συνήθεια χωρίς ονοματεπώνυμο και συνέπειες, ξεφαντώνουμε.

Στην Ελλάδα, τη χώρα γένεσης του διαλόγου και της δημοκρατίας, αυτή η πρακτική είναι μπολιασμένη στο αίμα μας. Πάντα -διαχρονικά συνέβαινε αυτό- έμοιαζε σαν να κλείναμε τα αφτιά μας και να διώχναμε μακριά κάθε φωνή, που προσπαθούσε κάτι να μάς πει. Ταυτόχρονα, όμως, την ίδια ετούτη τη στιγμή, εξαπολύαμε μύδρους κατά παντός υπευθύνου. Και, βέβαια, αυτό είναι κάτι που αφορά όλους τους τομείς της ζωής μας. Από τις προσωπικές μας σχέσεις, που τρέχουμε να κρεμάσουμε τον άλλον στην τραμπάλα, γιατί είπε ή έκανε κάτι, χωρίς, ωστόσο, να τον ρωτήσουμε τι ήταν εκείνο που τον ώθησε σε εκείνη τη συμπεριφορά μέχρι τις πολιτειακές, όπου κρίνουμε (δηλαδή διαλέγουμε) τον άλλον, χωρίς να τον ακούσουμε, διότι έχει μπάρμπα στην Κορώνη και θα μάς βολέψει.

Κρίνουμε συνεχώς και αδιαλείπτως. Έχουμε άποψη για όλα και στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε τίποτα. Ούτε θα μάθουμε ποτέ. Διότι δε δίνουμε στη γνώση τον απαραίτητο χώρο και χρόνο. Πριν προλάβω να σού πω τα συμπτώματά μου, μού έχεις ήδη βγάλει διάγνωση. Πριν προλάβω να διατυπώσω την πρότασή μου, την έχεις ήδη απορρίψει. Πριν προλάβεις να με δεις, μού έχεις ήδη γυρίσει την πλάτη.

Όμως, αυτή η πρακτική έχει κοντά ποδάρια -δεν είναι αποτελεσματική. Και θα το μάθουμε με τρόπο σκληρό και πικρό πως εκείνο που πρώτα και πριν απ’ όλα οφείλει καθένας από ‘μας να κάνει είναι να ακούει και μετά να μιλά. Αυτή είναι η σειρά. Άλλωστε η ομιλία είναι επίκτητη αρετή του ανθρώπου, ενώ η ακοή των συνοδεύει απ’ τα γεννοφάσκια του. Να μην αλλάζουμε τα πράγματα και να θυμόμαστε ότι, όπως έλεγε και ο Σοφοκλής, είναι κρίμα κριτές να κρίνουν δίχως κρίση.

Συντάκτης: Στέλλα Μπακάλη