Θυμάμαι τον εαυτό μου μεγαλώνοντας να διακατέχομαι συχνά από μια υπερμεγέθη τάση επίδειξης. Όλος μου ο περίγυρος ήθελα να με θαυμάζει, να με θεωρεί πρότυπο. Με έπιανα πολλές φορές να ανασκαλεύω το παρελθόν και τις εμπειρίες μου, ψάχνοντας την πιο ταιριαστή γαρνιτούρα για την παρουσίασή τους. Μεγαλεπήβολα σχέδια, αξιοσημείωτα κατορθώματα και ζηλευτές επιδόσεις σε όλους τους τομείς της καθημερινότητάς μου. Γνωριμίες με «σημαντικούς» ανθρώπους και αψεγάδιαστη ζωή.

Μία χρυσή πραγματικότητα που δε χωρούσε αμφισβήτηση, όλα τέλεια διαμορφωμένα χωρίς κανένα ίχνος υπερβολής. Είχα γίνει τόσο αφοσιωμένη στην αναπαραγωγή της φανταστικής μου καθημερινότητας που σταδιακά κι ανεπαίσθητα άρχισα να την πιστεύω. Σταμάτησα να διαχωρίζω νοητικά τα πραγματικά γεγονότα από όσα ήταν φτιαχτά κι έβλεπα τη ζωή μου από μια άλλη σκοπιά, από αυτήν που τόσο περίτεχνα και ευλαβικά παρουσίαζα. Αργά, αλλά σταθερά, έπιανα τον εαυτό μου να κλυδωνίζεται από ισχυρά κύματα στεναχώριας, κενού κι απραγματοποίητου. Τίποτα δεν είχε νόημα γιατί τίποτα δεν προσομοίαζε στο πρότυπο που είχα στο μυαλό μου για μένα, αυτό που πάσχιζα να πείσω τους άλλους ότι βιώνω.

Μία από εκείνες τις ημέρες που έψαχνα μάταια να βρω κάτι για να με γεμίσει, έστω και παροδικά, αποφάσισα να κοιτάξω λίγο αυτό, στο οποίο είχα μετατραπεί, εξωτερικά, σαν παρατηρητής. Αφουγκράστηκα και περιεργάστηκα σχολαστικά την κατάσταση που είχα πλάσει για μένα, χωρίς εμένα. Άκουσα, πίσω από τη διακαή ανάγκη μου για επίδειξη, μια αγωνιώδη κραυγή για αγάπη και αποδοχή. Με είδα να πασχίζω να νιώσω ότι είμαι αγαπητή κι ενδιαφέρουσα. Εξέτασα τον περίγυρό μου κι αντιλήφθηκα πόσοι είχαν έρθει κοντά μου θαμπωμένοι από τη χρυσόσκονη με την οποία έντυνα επίπλαστα το εγώ μου. Δεν ήμουν ο εαυτός μου, δεν ήξερα ποιος ήταν ο εαυτός μου και ακολούθως, είχα συγκεντρώσει δίπλα μου ανθρώπους που αγνοούσαν και οι ίδιοι ποια πραγματικά ήμουν.

Και τότε ξύπνησα. Σταμάτησα να με λυπάμαι για όσα δεν έχω. Ένιωθα εξαντλημένη από την αέναη προσπάθεια αυτοπροβολής και επέτρεψα στον εαυτό μου να ξαποστάσει. Αντιλήφθηκα πόσο μόνη ήμουν κι άρχισα να μη φοβάμαι. Άρχισα να βρίσκω νόημα και ουσία σε πράγματα φαινομενικά αδιάφορα για μένα πριν. Κατάλαβα πως σημασία δεν έχει να δηλώνεις ότι περνάς καλά, αλλά πραγματικά να περνάς καλά, να είναι  η ζωή σου αληθινά γεμάτη. Δεν είναι εύκολη πορεία, ούτε σύντομη, αλλά τουλάχιστον έχω μπει σε τροχιά διάβασής της.

Κάπως έτσι κινούμαστε οι άνθρωποι. Διαρκώς χωμένοι μέσα σε μια ατελείωτη κι ανθρώπινη ανάγκη για προσοχή, λες κι αν μας επιβεβαιώσουν οι αδιάφοροι και σημαντικοί μας άλλοι τον σκοπό της ζωής μας, τότε και μόνο τότε θα έχει σημασία ιερή. Κι έτσι κινούμαστε, βγάζοντας μικρές κραυγές που ζητούν αγάπη, που διψούν να ανήκουν, να χαθούν στο σύνολο για να μι βαδίζουμε μόνοι σε κόσμους άχαρους και δύσκολους καμιά φορά. Μα πώς αλήθεια θα γίνεις ο εαυτός σου, αν δεν ψάξεις να βρεις ποιος είναι έξω από τη γραμμή;

Κοιτάζω γύρω μου και βλέπω συνεχώς ανθρώπους με την ίδια τάση επίδειξης. Ανθρώπους που πολύ πιθανόν να πασχίζουν να πάρουν αγάπη, ενδιαφέρον και προσοχή. Ζούμε σε μια εποχή που η επιφάνεια, η απαξίωση και η κριτική κυριαρχούν. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι υπάρχουν και θα υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι βαλλόμενοι από αυτήν την πραγματικότητα θα αναζητούμε όπως μπορούμε και από όποιον μπορούμε έγκριση και αποδοχή δείχνοντας σαν παγώνια τις δεξιότητές μας.

Ίσως όμως να είμαστε καλύτεροι από αυτό που θεωρούμε, ίσως να αξίζουμε πολλά περισσότερα από αυτά που μας προσφέρουμε. Πιθανόν να έχουμε καταφέρει ήδη αρκετά πράγματα, για τα οποία δε μας επαινούμε, πιθανόν να χρειαζόμαστε κυρίως αγάπη και αποδοχή από εμάς τους ίδιους. Ή ίσως, λίγη ξεκούραση. Να παύσει αυτή η φωνή να ζητάει, γιατί πόνεσε κι ο λαιμός και θέλει κι αυτός να τραγουδήσει και λίγο. Κι ας μην είναι στον τόνο, δεν πειράζει.

 

 

Συντάκτης: Άννα Τσάβου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου