Υπάρχουν φορές που ένα πρόβλημα, ένα ερώτημα ή ένα δίλημμα μας τριβελίζει το μυαλό τόσο έντονα που νιώθουμε να μπλοκάρουμε. Οι σκέψεις μας χτυπάνε σε αδιέξοδα. Δεν ξέρουμε τι να κάνουμε, πώς να συνεχίσουμε και τι άλλο να σκεφτούμε. Ίσως αποφασίσαμε να συζητήσουμε το πρόβλημά μας με κάποιον φίλο, όμως τα όσα ακούμε δε μας βοηθάνε. Όλα όσα μας είπε μας είναι πράγματα που ήδη είχαμε σκεφτεί. Ήδη είχαμε αναλύσει αυτά τα ενδεχόμενα στο κεφάλι μας κι ήδη είχαμε καταλάβει ότι δεν επρόκειτο για κάποια πραγματική λύση στο πρόβλημά μας.

Νιώθουμε παγωμένοι. Πιστεύουμε ότι θα μείνουμε για πάντα εκεί. Αλλά εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται κάποιος άγνωστος κι ως από μηχανής θεός μας προσφέρει απλόχερα όλες τις απαντήσεις και μάλιστα μας τις προσφέρει με τον πιο αναπάντεχο τρόπο, εξιστορώντας μας τη δική του ιστορία.

Δεν έχει σημασία πού τον γνώρισες και πώς κατέληξες να ακούς την ιστορία του. Μπορεί να καταλήξατε στο ίδιο μπαράκι να τα πίνετε τυχαία. Μπορεί να έκατσες δίπλα του σε μια μακρινή διαδρομή λεωφορείου ή μπορεί ακόμη και να ‘ναι φίλος φίλου και μοιραία να βρεθήκατε σε κοινή παρέα. Το θέμα είναι ότι τον ακούς να μιλάει κι ακούς τις σκέψεις σου απ’ το στόμα κάποιου άλλου. Ακούς την ιστορία σου, μόνο που αυτή τη φορά δεν είσαι εσύ ο πρωταγωνιστής.

Η βασική διαφορά είναι ότι το άτομο που έχεις απέναντί σου το ‘χει πάει ένα βήμα παρακάτω. Έχει ήδη δοκιμάσει να βρει τη λύση, ίσως μάλιστα έχει επιχειρήσει κάτι το οποίο εσύ δεν είχες σκεφτεί ποτέ. Αρχίζεις, λοιπόν, να του κάνεις ερωτήσεις. «Και τότε τι έκανες;», «Πώς αντέδρασες;», «Είχε αποτέλεσμα;» Κρέμεσαι απ’ τα χείλη του σαν μικρό παιδί που παρακολουθεί τον πατέρα του, καθώς εκείνος του λέει μια ιστορία, και σιγά-σιγά οι απαντήσεις σκάνε μία-μία σαν βόμβες στο μυαλό σου.

Και κάπου εκεί ο άγνωστος από μηχανής θεός, έχοντας πει όσα είχε ανάγκη να μοιραστεί, σταματάει. Εσύ, όμως, δεν είσαι ικανοποιημένος. Θέλεις να μάθεις λεπτομέρειες. Να ακούσεις κι όσα δε σου είπε. Κάπου εκεί, λοιπόν, είναι η στιγμή που καταλαβαίνεις ότι ο μόνος τρόπος να αποκτήσεις πρόσβαση στην ιστορία ενός αγνώστου, την οποία τόσο πολύ θέλεις να ακούσεις, είναι να του κάνεις διαθέσιμη τη δική σου.

Ξεκινάς να του μιλάς, να ξετυλίγεις το δικό σου κουβάρι, να αναφέρεις ίσως ομοιότητες και διαφορές με την ιστορία που άκουσες από εκείνον και σιγά-σιγά συνειδητοποιείς ότι αυτή η κουβέντα που κάνεις με έναν –όχι και τόσο– άγνωστο πλέον, είναι ίσως μία απ’ τις πιο μαγικές συζητήσεις που θα κάνεις ποτέ σου. Κι αυτό γιατί κοιτώντας τον, τον βλέπεις να επηρεάζεται από όσα λες -ακριβώς όπως επηρεάστηκες κι εσύ.

Γιατί, βλέπεις, ποτέ δυο ιστορίες δεν είναι πανομοιότυπες. Είναι πιθανό μέσα απ’ τα δικά σου λόγια αυτό το άτομο να βρει απαντήσεις σε ερωτήματα που τριβέλιζαν το δικό του μυαλό, ποιος ξέρει για πόσο καιρό . Να τον επηρεάσεις με τρόπους που ούτε που φαντάζεσαι.

Αν, όντως, το σύμπαν μας μια στο τόσο συνωμοτεί για να συμβεί κάτι, εγώ πιστεύω πως συνωμοτεί γι’ αυτές τις συναντήσεις. Πώς αλλιώς εξηγείται δύο άτομα που δεν έχουν κάποια σχέση να βρίσκονται στον σωστό τόπο, τη σωστή στιγμή και να ανοίγουν τυχαία μια κουβέντα που μπορεί να επηρεάσει τόσο και τους δύο;

Αν πάλι το σύμπαν καμία ανάμιξη δεν έχει, τότε ίσως οι ιστορίες σας να μην είχαν όσες ομοιότητες πιστεύεις. Υπάρχουν, όμως, στιγμές που η ανάγκη μας να ξεμπλοκάρουμε από ό,τι μας κρατάει πίσω μπορεί να μας οδηγήσει στα πιο τρελά αποτελέσματα. Μπορεί αυτό που σε βοήθησε πραγματικά να ήταν μόλις μία φράση ή ακόμη και μία λέξη από όλα όσα άκουσες. Η ίσως, τελικά, το λυτρωτικό κομμάτι της υπόθεσης να ήταν κρυμμένο στο ότι μίλησες εσύ και μάλιστα σε κάποιον ο οποίος, επειδή δε σε ξέρει αρκετά, μπορεί να δει τα όσα του λες με τον πιο αντικειμενικό τρόπο.

Όπως και να ‘χει, ευχαρίστησέ τον στο τέλος της κουβέντας και, ποιος ξέρει, ίσως την επόμενη φορά που θα συναντηθείτε να μπορέσεις να του πεις κι εσύ τη συνέχεια της ιστορίας σου.

Συντάκτης: Μαρία Ρουσσάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη