Είναι απ’ τους ελάχιστους ανθρώπους που θα ορκιζόσουν πως ξέρεις καλύτερα κι απ’ τον εαυτό σου. Σε βασανίζει από τότε που σε γνώρισε ή σε κάποιες –αρκετά τυχερές– περιπτώσεις απ’ τη στιγμή που έμαθε να μιλάει.

Ήταν δίπλα σου την πρώτη φορά που ερωτεύτηκες. Ναι, ναι, για τότε με τη Μαιρούλα ή τον Γιωργάκη, κάπου στο νηπιαγωγείο λέω. Για τότε που ζωγραφίσατε κι οι δυο κίτρινα τα μαλλιά του κλόουν κι εσύ αποφάσισες ότι αυτό το πλάσμα θες να το παντρευτείς. Φυσικά, ήταν δίπλα σου και στην πρώτη σου απόρριψη. Ναι, καλά κατάλαβες και πάλι, τότε που είπες τελικά στη Μαιρούλα να παντρευτείτε κι εκείνη σου απάντησε «Κορίτσια μπαλαρίνες, αγόρια μαύρες χήνες!» (Εντάξει, ο Γιωργάκης ήταν πιο συνεργάσιμος.) Φυσικά και το φιλαράκι σου ήταν εκεί. Και δε θα το άφηνε να πέσει έτσι. Γύρισε και με την πιο δυνατή φωνή απάντησε «Αγόρια ιππότες, κορίτσια μαύρες κότες». Ε, μα δε σήκωνε τέτοια προσβολή για το κολλητάρι του!

Φύγατε, όμως, απ’ το νηπιαγωγείο. Μπήκατε δημοτικό και ήταν πάλι που εκεί για να βάλει τρικλοποδιά στο παιδάκι που σε είπε «φαφούτικο», επειδή άλλαζες δόντια. Γιατί έτσι είναι οι φίλοι. Ο ένας για τον άλλον στα δύσκολα. Στο γυμνάσιο ήταν ακόμη δίπλα σου, βουτώντας σου την κόλλα στο διαγώνισμα των μαθηματικών, επειδή δεν είχε προλάβει να διαβάσει, ενώ εσύ, ως γνωστό φυτοπλαγκτόν στην τάξη σου, πήγαινες για 20άρι. Μη θυμώνεις, καλέ, που σου πήρε την κόλλα. Κάπως έπρεπε να την ξεπληρώσεις κι εσύ εκείνη την τρικλοποδιά στο δημοτικό!

Μπήκατε λύκειο πλέον και κάνατε παρέα τα πρώτα σας καλά ξενύχτια. Όπως και τα πρώτα σας μεθύσια. Το φιλαράκι, όπως πάντα, είναι αυτό που σε κάλυπτε την άλλη μέρα στη μάνα σου. «Αφήστε τα, κυρία Κατερίνα, πήγαμε να φάμε χθες το βράδυ και μάλλον ήταν χαλασμένη η μαγιονέζα στο σάντουιτς. Γι’ αυτό είναι λες και τράκαρε με λεωφορείο. Αχ, καλά μας τα λέτε εσείς, να μην τρώμε συνέχεια από έξω. Κάτι ξέρετε!» Φυσικά σου καλύπτει και τις κοπάνες. Δεν αντιγράφει απλά την υπογραφή της μάνας σου. Σαν άλλος Ντα Βίντσι βάζει όλη του την τέχνη και δημιουργεί ένα τόσο πιστό αντίγραφο, που ούτε η ίδια σου η μάνα δε θα καταλάβαινε ότι δεν είναι δική της.

Περνάτε παρέα, τελικά, και την πρώτη σου αγάπη. Όχι εκείνη που μαλώνατε για την τραμπάλα. Την κανονική. Αυτή που για πρώτη φορά νιώθεις τα γόνατά σου να τρέμουν κι ακούς τη φωνή σου να αλλάζει τόνο και μόνο όταν ετοιμάζεσαι να προφέρεις το όνομα της καψούρας σου. Φυσικά κι είναι πάλι εκεί να σε μαζεύει απ’ τα πατώματα επειδή τελικά «ο έρωτας της ζωής σου» αποδείχθηκε απάτη.

Το σχολείο, όμως, τελείωσε. Τα χρόνια πέρασαν και σας βρήκαν καθισμένους στο μπαράκι της γειτονιάς σας, να αναπολείτε κάτι τέτοιες στιγμές. Στιγμές υπέροχες, που μπορεί πλέον να ‘χουν περάσει, αλλά θα ‘ναι πάντα εκεί. Ριζωμένες σε μια βαθιά γωνιά του μυαλού σας και φυσικά της καρδιάς σας. Στιγμές που σας διαμόρφωσαν και τους δυο ως άτομα, και σας έκαναν να καταλάβετε την αξία των φίλων στη ζωή μας. Των φίλων που ήταν εκεί από πάντα και θα ‘ναι για πάντα.

Συντάκτης: Μαρία Ρουσσάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη