Εκείνη η αυγουστιάτικη νύχτα είχε από την αρχή κάτι το διαφορετικό.

Μια ατμόσφαιρα ανοίκεια και σουρεαλιστική.

Τα πάντα γύρω μου έμοιαζαν σαν να είχαν μόλις αναδυθεί από μια βουτιά στο black light της πανσελήνου που κρεμόταν πάνω από τα κεφάλια μας. Μου φαινόταν γοητευτικά απειλητική.

Ήμουν τότε στο τρίτο έτος της σχολής μου και το beach party που είχαν οργανώσει μερικοί από το τμήμα, μαζί κι εγώ, λάμβανε επιτέλους χώρα μπροστά στα μάτια μου.

Φίλοι, γνωστοί και γνωστοί γνωστών είχαν γεμίσει την αμμουδιά ήδη από το απόγευμα. Κάποιοι θα αράζαν εκεί ως την άλλη μέρα το πρωί γι’ αυτό είχαμε φροντίσει να εφοδιαστούμε με τα απολύτως απαραίτητα. Και όταν λέω απαραίτητα, δεν εννοώ sleeping bags και τέτοιες πολυτέλειες. Εννοώ πολλά ποτά και δυο κιθάρες.

Καθισμένη πάνω στην ψάθα με τα γόνατά μου αγκαλιά, ανάμεσα στα υπόλοιπα μέλη της παρέας που χαριεντίζονταν, σε κρυφοκοίταζα καθώς πηγαινοερχόσουν λίγα μέτρα μακριά μου μαζί με κάποιους άλλους που μου ήταν κατά βάθος αντιπαθείς.

Η Κατερίνα μισοξαπλωμένη δίπλα μου, μιλούσε με στόμφο χαζογελώντας για κάποια περιπετειούλα της, μα εγώ δεν είχα ακούσει παρά μόνο μερικές σκόρπιες λέξεις. Κουνούσα μηχανικά το κεφάλι μου για αρκετή ώρα, ενώ το μόνο που ήθελα ήταν να διαολοστείλω την τύχη μου γι ακόμη μια φορά.

Λίγα λεπτά αργότερα σε είδα να πλησιάζεις προς το μέρος μου.

Ήρθες και κάθισες δίπλα μου αφού τακτοποίησες τα ρούχα σου καλύτερα πάνω στην ψάθα. Μου χαμογέλασες και άναψες τσιγάρο. Σου ανταπέδωσα το χαμόγελο και σου ζήτησα τσιγάρο και για μένα. Παραξενεύτηκες λίγο, αφού δε συνήθιζα να καπνίζω, αλλά μου έδωσες εκείνο που μόλις είχες ανάψει για τον εαυτό σου.

Το έβαλα στο στόμα μου και σκέφτηκα ότι με έναν πλατωνικό τρόπο ήταν σαν να σε φιλούσα. Ρομαντικές αηδίες.

Πείστηκες να μη ρωτήσεις λεπτομέρειες για το τι έχω όταν σου είπα ότι δεν ήθελα να το ξανασυζητήσω.

Τις σκέψεις μου τις ήξερες, καθώς ήμασταν, βλέπεις, κολλητοί. Αυτό που δεν ήξερες ήταν πως αφορούσαν εσένα. Σου είχα πει πως ο λόγος που χώρισα ήταν ότι είχε εμφανιστεί ξανά κάποιος από τον παρελθόν μου.

Μα στην πραγματικότητα είχα χωρίσει επειδή κάθε φορά που φιλούσα εκείνον σκεφτόμουν εσένα. Κάθε φορά που έκανα σεξ μ’ εκείνον τελείωνα με σένα. Πίσω από το καθετί είχα φόντο εσένα και τις και καλά «για πλάκα» σπόντες σου.

Είχα ήδη υποψιαστεί πως ούτε η δική σου διάθεση ήταν στα καλύτερά της. Στην αρχή προτίμησα να μην το σχολιάσω. Από κάποια μισόλογα είχα καταλάβει ότι έφταιγαν τα γνωστά σύννεφα που τριγυρνούσαν εδώ και κάμποσο καιρό πάνω από τη σχέση σου την οποία διατηρούσες από απόσταση.

Μαζί μ’ εσένα βασανιζόμουν κι εγώ γιατί μου εκμνυστηρευόσουν τα πάντα, πράγμα που ήθελα, όμως παράλληλα αυτό με έκανε άνω-κάτω. Υπέφερα όταν σ’ έβλεπα να υποφέρεις. Παρόλο που ζήλευα όταν μου μιλούσες για τα προσωπικά σου, δεν ήθελα να βασανίζεσαι. Τις περισσότερες φορές κατέληγα να νιώθω, εκτός των άλλων, σαν διχασμένη προσωπικότητα που δεν ξέρει τι να πρωτοαισθανθεί.

Έτσι κι εκείνη τη νύχτα. Ήσουν μέσα στην ανησυχία και το ήξερα πως στο τέλος θα μου μιλούσες γι’ αυτό δε σε πίεζα. Είχα βέβαια πάντα και τη δική μου αναστάτωση. Με το παραμικρό νευρίαζα, ώσπου τελικά ξέσπασα στα μέλη της υπόλοιπης παρέας με αφορμή ένα ασήμαντο γεγονός. Το μόνο που με έσωσε για να αποφύγω το βρίσιμο, ήταν ότι ήμουν η Έλλη και η Έλλη ήταν πάντα λιγάκι αλλοπρόσαλλη.

Σε άκουσα ν’ αναστενάζεις δίπλα μου και γύρισα να σε κοιτάξω.

«Μην είσαι έτσι.» μου είπες. «Στενοχωριέμαι περισσότερο και το ξέρεις ήδη ότι δεν είμαι καθόλου καλά.» Αιφνιδιάστηκα. «Καλά, μη με παίρνεις και τόσο στα σοβαρά, δεν έχω τίποτε φοβερό, με ξέρεις τώρα.» ψέλλισα κοιτώντας στο κενό. Χαμογέλασες μ’ εκείνο το πλατύ, αφοπλιστικό χαμόγελο που έκανε τους πάντες να σε θαυμάζουν.

Δεν πρόλαβα να σου πω τίποτε άλλο, γιατί μας διέκοψε ένα από τα αντιπαθητικά άτομα που σε περιτριγύριζαν λίγο πριν. Την ίδια στιγμή ήρθαν και κάθισαν δίπλα μου οι υπόλοιποι της παρέας μετά από μια αναζωογονητική βουτιά, όπως είπαν. Παρόλο που φαινόταν πως δεν είχα όρεξη για συζητήσεις, έσπευσαν να μου πιάσουν κουβέντα προκειμένου να μου φτιάξουν τη διάθεση.

Άκουγα μόνο ένα αδιάκοπο χαρούμενο βουητό γύρω μου, δεν έδινα σημασία. Μεθυσμένες μορφές χορεύαν λίγο πιο πέρα και κάποιοι ακόμη πιο μεθυσμένοι είχαν ξαπλώσει δίπλα στο κύμα και φιλιόντουσαν. Ήταν τόσο μεθυσμένοι, που αν συνέχιζαν έτσι σε λίγο το θέαμα θα γινόταν ακατάλληλο. Παρ’ όλα αυτά εξέφραζαν όσα ένιωθαν, κάτι που εγώ εκείνη τη στιγμή αδυνατούσα να κάνω, γι’ αυτο τους ζήλευα.

Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι οι άλλοι δίπλα μου είχαν σωπάσει. Αυτή η απότομη σιωπή με επανάφερε στην πραγματικότητα. Όταν μάλιστα άκουσα κάποιον να προφέρει τ’ όνομά σου κάτι μέσα μου ξεσηκώθηκε. Γύρισα ενστικτωδώς να δω τι ήταν αυτό που έκανες και τράβηξε την προσοχή τους.

Μια ανεξέλεγκτη οργή με κατέκλυσε τότε κι ένιωσα σαν να είχαν εκραγεί μέσα μου δεκάδες ηφαίστεια.

Εσύ και η αντιπαθητική εκείνη φιγούρα που σε πλεύριζε, αγκαλιασμένοι μέσα στο νερό. Ώσπου ήρθε το τελειωτικό χτύπημα όταν σας είδα να φιλιέστε κάτω από την πανσέληνο που μόνο ρομαντισμό δεν προσέθετε εκείνη τη στιγμή στην κατάσταση. «Μα τι κάνει;» άκουσα από κάπου στο υπερπέραν την κεραυνοβολημένη φωνή της Έλενας.

Αυτό που αισθανόμουν με έκανε να μοιάζω με λιοντάρι στο κλουβί. Σηκώθηκα απότομα κι άρχισα να κόβω βόλτες στην αμμουδιά σαν δαιμονισμένη.

Όταν πια είχα φτάσει κοντά σε κάτι βραχάκια και ήμουν έτοιμη να σκαρφαλώσω και σε αυτά, ήρθε ο Χρήστος, με τράβηξε σχεδόν με το ζόρι και με επέστρεψε σαν ξεστρατισμένο ζώο στο υπόλοιπο κοπάδι, έχοντας ένα αινιγματικό χαμόγελο το οποίο δεν ήμουν σε θέση να ερμηνεύσω.

«Έχουμε σεληνιαστεί όλοι απόψε μου φαίνεται!» δήλωσε η Μαίρη, κοιτάζοντας πότε εμένα πότε προς το μέρος σου.

«Τι έπαθες εσύ παιδί μου;» με ρώτησε η Κατερίνα. με γουρλωμένα μάτια.

«Τίποτε. Πρέπει να φύγουμε.» είπα κοφτά. Για καλή μου τύχη συμφώνησαν όλοι χωρίς άλλες ερωτήσεις. Αρχίσαμε να βολεύουμε τα πράγματά μας βιαστικά, με μηχανικές κινήσεις.

Την ίδια στιγμή μας πλησίασες κι εσύ σε άθλια κατάσταση όπως κατάφερα να διακρίνω μέσα στο λιγοστό φως. Δε χρειάστηκε να πω ή να κάνω κάτι. Μ’ έπιασες από το μπράτσο καθώς ανηφορίζαμε σ’ εκείνο το απότομο μονοπάτι και μου είπες ότι ένιωθες «πολύ χάλια». «Είμαι χώμα, δεν μπορείς να φανταστείς.» μουρμούρισες και το πρόσωπό σου πρόδιδε ότι έλεγες αλήθεια. Ήσουν χάλια, μα εγώ ήμουν ράκος. Κι εγώ καλούμουν να παρηγορήσω εσένα.

«Δεν ξέρω γιατί έκανα ό,τι έκανα.» συνέχισες. «Δεν ξέρω γιατί φέρθηκα σαν μαλάκας! Με τρώει κάτι μέσα μου εδώ και καιρό μ’ αυτή τη σχέση. Κάτι μου λείπει και τρώγομαι με τα ρούχα μου, το βλέπεις. Ψάχνω αλλού αυτό που έχω μπροστά μου και φοβάμαι να μιλήσω.»

Σε άκουγα σχεδόν παραλυμένη, ανήμπορη ν’ αντιδράσω. Τι εννοούσες; Μήπως ερμήνευα τα λόγια σου με βάση όσα θα ήθελα να σημαίνουν; Τι είχες μπροστά σου και φοβόσουν να του μιλήσεις;

«Τι…» ήταν το μοναδικό πράγμα που πρόλαβα να πω πριν ακούσω εκείνο το ακαριαίο «σε θέλω» να σου ξεφεύγει σχεδόν από μόνο του πια, ενώ με είχες καρφώσει λες και ήθελες να με υπνωτίσεις.

Εκείνη η νύχτα όσο βασανιστικά ξεκίνησε τόσο ονειρικά κατέληξε

Ολα τα «σε θέλω» που είχαμε κρύψει ο ένας απ’ τον άλλον τα κάναμε πράξη εκείνο το παράξενο βράδυ, κάτω από εκείνο το μυστήριο αυγουστιάτικο φεγγάρι.

Κανείς δε μας έψαξε. Είχαν βλέπεις καταλάβει όλοι πριν από εμάς πού θα καταλήγαμε εμείς οι δυο τελικά.

Και είχαν δίκιο.

 

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου