Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά τι ακριβώς εννοεί η φράση «ωρίμασε» ή αγγλιστί «grow up» που συνηθίζεται να χρησιμοποιούμε κατά κόρον στην καθημερινότητά μας, θέλοντας να στριμώξουμε κάποιον όταν η συμπεριφορά του μας τη δίνει.

Έχετε σκεφτεί τι πάει να πει ωριμάζω ή μεγαλώνω; Για τους περισσότερους ανθρώπους η ζωή ενός ενήλικα είναι ταυτόσημη με τις αμέτρητες ευθύνες, τη σοβαροφάνεια, τον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο, την ενοχικότητα, με οτιδήποτε αντίθετο του αυθορμητισμού, με την ψυχαναγκαστική οργάνωση και τη ρουτίνα.

Ωστόσο, υπάρχουμε εδώ έξω και κάποιοι μυστήριοι τύποι που γουστάρουμε ακόμη, ως άλλοι αγγελοκρουσμένοι, να περιπλανιόμαστε ανάμεσα σε αυτόν –τον υποτίθεται πραγματικό– κόσμο και στους άλλους, τους δικούς μας. Στους κόσμους εκείνους της φαντασίας μας που όσο ήμασταν παιδιά μάς φιλοξενούσαν κάθε μέρα τόσο εμάς όσο και τους φανταστικούς μας φίλους και που μεγαλώνοντας προσπάθησαν πολλές φορές οι γύρω μας να μας προσγειώσουν και να μας πείσουν ότι πλέον δεν είναι, λέει, για την ηλικία μας.

Υπάρχουμε κι εμείς που ακόμη μαγευόμαστε από τα παραμύθια, γοητευόμαστε από τα παράλληλα σύμπαντά τους και την ουτοπική ατμόσφαιρά τους, που μας παρασέρνει ο αχαλίνωτος σουρεαλισμός της παιδικότητας που κουβαλούν περίσσια μέσα τους, που τέλος πάντων, μας αρέσει να ξεφεύγουμε πότε-πότε επιλέγοντας να μην αποκλείουμε το ενδεχόμενο να υπάρχουν κάπου νεράιδες, ξωτικά και Άγιοι-Βασίληδες.

Είναι πολύτιμο να μπορεί κάποιος να συνδυάσει την αγνότητα, τη χειμαρρώδη φαντασία ενός παιδιού και την έμφυτη περιέργειά του για καθετί το άγνωστο και το ανεξερεύνητο με την ανεξαρτησία –έστω αυτήν, τη μισή κι ανέσωτη ανεξαρτησία– ενός ενήλικα. Είναι ασύλληπτο το τι μπορεί να πλάσει ένα παιδικό μυαλό, πόσες στροφές παίρνει κάθε δευτερόλεπτο με βάση τα ερεθίσματα του απεριόριστου ακόμη σύμπαντός του, πόσες πιθανότητες και δυνατότητες σου προσφέρει ώστε να δεις τα πράγματα αλλιώς, με εκατομμύρια χρώματα και σχήματα, σε σχέση με το γκρίζο, τετραγωνισμένο κι υποτίθεται πιο σκεπτόμενο μυαλό ενός ενήλικα.

Εμάς, λοιπόν, μας αρέσουν τα παραμύθια γιατί μυρίζουν ζεστή σοκολάτα και μπισκότα. Γιατί σου δίνουν την ευκαιρία να γνωριστείς με πλάσματα πέρα από τα υπερεκτιμημένα ανθρώπινα. Γιατί δεν προσαρμόζονται στα δεδομένα αλλά δημιουργούν συνεχώς κι άλλα. Γιατί σου δείχνουν ότι όλα είναι πιθανά αρκεί να τα πιστέψεις και να τα διεκδικήσεις. Γιατί μπορεί να έχουν «κακούς» αλλά η θέληση πάντα τους νικάει. Γιατί δεν είναι ότι εξωραΐζουν την πραγματικότητα αλλά ότι φτιάχνουν αμέτρητες παράλληλες με αυτήν. Γιατί μόνο η λέξη «σουπερκαλιφρατζιλιστικεξπιαλιντόσιους» μπορεί να περιγράψει την ψυχοσύνθεση ενός παιδιού και το πώς βλέπει τα πάντα γύρω του.

Μας αρέσουν γιατί μέσα σε έναν κόσμο που κάνει τα πάντα για να σκοτώσει οτιδήποτε αγνό μέσα μας, τα παραμύθια είναι εκεί να μας θυμίζουν ότι ίσως τελικά ένα παιδί να είναι πολύ πιο ελεύθερο από εμάς, τους ανεξάρτητους. Μας αρέσουν γιατί μας δείχνουν τα θαύματα που θα μπορούσαμε να πετύχουμε αν δε φυλακιζόμασταν στο ίδιο μας το μυαλό κι αν μπορούσαμε ακόμη να δούμε όλη την εικόνα κι εκτός των στενών πλαισίων του χιλιομπαλωμένου μας ρεαλισμού. Μας αρέσουν επίσης γιατί μας φέρνουν αντιμέτωπους με τις χαμένες παρορμήσεις μας. Μ’ εκείνον τον πολύτιμο αυθορμητισμό μας που δεν υπακούει σε πρωτόκολλα και καθωσπρεπισμούς. Μας συστήνουν ξανά την πλευρά μας εκείνη που πίστευε πως όλα τα μπορεί κι ίσως τελικά αυτό ακόμη να ήταν αρκετό για να τα πετύχουμε όντως. Γιατί τι είναι μαγεία αν όχι ο ίδιος μας ο εαυτός που αρνείται να χαλιναγωγηθεί και που ακόμη πιστεύει;

Δεν είναι τυχαίο πως ένας καλός ηθοποιός δημιουργεί κόσμους ολόκληρους από το τίποτε όντας σε πλήρη εναρμόνιση με την παιδικότητά του όσο τουλάχιστον είναι επί σκηνής. Το θέατρο δεν είναι πολλά περισσότερα από φαντασία, απελευθέρωση και πίστη στα φαινομενικά απίστευτα. Αν παρατηρήσει κανείς τα παιδιά την ώρα που παίζουν απορροφημένα οποιοδήποτε παιχνίδι, θα δει ότι εκείνη την ώρα πιστεύουν σε αυτό που σκέφτονται κι υποδύονται με όλο τους το είναι. Ξεκάθαρα, δίχως δεύτερες σκέψεις κι αυτολογοκρισία. Αφήνονται και ζουν χίλιες ζωές σε μία. Πόσο μεγαλειώδες θα ήταν αν καταφέρναμε ακόμη να κρατήσουμε έστω κομμάτια εκείνου του απύθμενου μέσα μας;

Ναι, μας αρέσουν τα παραμύθια. Όχι οι βασίλισσες, οι πριγκίπισσες, οι πρίγκιπες κι οι ιππότες. Όντως για τέτοιους διαχωρισμούς μάλλον μεγαλώσαμε πια και καλά κάναμε. Μας αρέσουν για τα ατέλειωτα δάση τους, για τους δράκους και για τις νεράιδές τους, για τα πανύψηλα κάστρα που η αγάπη καταφέρνει πάντα να γκρεμίζει, για όλα τα παράξενα, γοητευτικά πλάσματα που κατοικούν μέσα τους, για τα ζώα που μιλάνε και γίνονται οι καλύτεροι φίλοι των ανθρώπων, για τους συμβολισμούς τους που ως μεγάλοι τσαλαπατήσαμε και ξεχάσαμε, για τις μάγισσές τους που καβαλάνε σκούπες και χάνονται μέσα στα σκοτάδια μέχρι το επόμενο ξόρκι τους, για όλες τις πιθανότητες που αφήνουν ανοιχτές εκτός από την κακία και τη μισαλλοδοξία αφού ξέρουμε πια ότι στον κόσμο τον οποίο εμείς έχουμε χτίσει, το αντίστοιχο κλισέ είναι να κερδίζουν τελικά αυτές οι δύο.

Τ’ αγαπάμε τα παραμύθια γιατί μας θυμίζουν τα τεράστια εξερευνητικά μάτια του παιδιού που κρύβουμε μέσα μας. Του παιδιού που δε χορταίνει να ρουφάει ζωή και που κάποτε τολμούσε να τη χρωματίσει όπως ήθελε εκείνο. Του παιδιού που έχει τα πόδια στη γη και το κεφάλι κάπου ανάμεσα στα σύννεφα για ν’ αγναντεύει από ψηλά ομορφιές κι ασχήμιες. Τα αγαπάμε γιατί μας ταξιδεύουν σε άπιαστες εικόνες, σε μέρη που δεν έχει ανακαλύψει ποτέ κανείς μεγάλος εξερευνητής ή θαλασσοπόρος και που ποτέ κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να κατακτήσει καταπατώντας τα.

Τα αγαπάμε γιατί είναι στο απυρόβλητο της μισοξεχασμένης αθωότητάς μας, μοιάζουν με χάδι στο μάγουλο από κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο, γιατί μεγαλώσαμε μέσα σε αυτά και κάποιοι από εμάς δε μεγαλώσαμε καν όπως θα περίμεναν οι άλλοι.

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα