Η εκδίκηση των πραγμάτων που σε θυμίζουν, ήταν όντως ένα πιάτο που έφαγα κρύο και ήταν κι όλο δικό μου. Για να πω την απόλυτη αλήθεια, ακόμη το τρώω. Κάθε μέρα, σε μικρές ή μεγαλύτερες δόσεις, σα να προσπαθώ να συνηθίσω στην επίδραση ενός δηλητηρίου, ώστε να μη με σκοτώσει.

Ξαφνικά, αμέτρητοι άνθρωποι αποφάσισαν να αποκτήσουν αυτοκίνητα χρώματος, ξέρεις εσύ, και να τα κυκλοφορούν στο κέντρο της πόλης, λες και ήρθαν σε συνεννόηση να κάνουν αυτοκινητιστική πορεία προς τιμήν σου. Γύρω μου. Με τι αιτήματα κύριοι; «Να γυρίσει», ακούω να λέει μια φωνή απ’ το υπερπέραν. Μα κάνω πως δεν το άκουσα. Και προχωράω.

Ξαφνικά, όλοι απέκτησαν το κούρεμά σου, το χρώμα των μαλλιών σου, το ντύσιμό σου κι άρχισαν να μιμούνται ως και τον τρόπο που περπατάς. Αν πεις πια το όνομά σου, έχει βαλθεί να παίρνει στα μάτια μου, τη θέση οποιασδήποτε λέξης ξεκινάει με το αρχικό του.

Τι κακοστημένο θέατρο του παραλόγου!

«Ήταν εκεί πάντα, εσύ δεν τα πρόσεχες, γιατί δεν είχες λόγο», ψιθυρίζει η μία μου πλευρά στην άλλη, για να με εκνευρίσει ακόμη περισσότερο.

Δηλαδή, τι θες να μου πεις;

Ότι σε ψάχνω παντού;

Ότι πλέον προσέχω επιτόπου όλα τα κοινά σημεία σου με τον κόσμο;

Ότι απομονώνει ο εγκέφαλός μου καθετί που φέρει, άμεσα η έμμεσα, τη σφραγίδα σου;

Ας γελάσω!

Ξέρεις τι λέω εγώ; Πως όλα αυτά, δεν είναι παρά μελό ροζ ιστοριούλες, από εκείνες που συναντάμε στις γνωστές σε όλους μας ρομαντικές κομεντί. Εδώ κάτι άλλο συμβαίνει, και δεν έχει, σίγουρα, να κάνει με το ότι σε σκέφτομαι.

Θα έχω τον χρόνο να το επεξεργαστώ, κάποια από τις στιγμές που θα ξεφύγει το μυαλό μου, σε μια έξοδο με φίλους, όπως πολύ συχνά συνηθίζει τώρα τελευταία. Την ώρα που θα γαργαλάει πάλι τη μύτη μου το άρωμά σου, άγνωστο από ποια πηγή.

Μα όχι, δεν είναι ότι σε σκέφτομαι. Θεωρώ πιθανότερη μια συνωμοσία του σύμπαντος ή κάτι παρόμοιο τέλος πάντων. Κάποιος εκεί πάνω, εκεί έξω, ή όπου θέλει ας είναι, αποφάσισε να σπάσει τη μονοτονία, παίζοντας με τις αναμνήσεις μου. Ξέρω, ξέρω, κοινότυπο ακόμη και ως σαρκαστικό σχόλιο, αλλά αυτό μου βρίσκεται πρόχειρο.

Περπατάω αφηρημένα και βιαστικά, σκοντάφτοντας που και που σε κάποιον ανυποψίαστο περαστικό. Να ‘σαι πάλι. Μάταια περιμένω πως θα αισθανθώ το χέρι σου να με τραβάει, καθώς εσύ θα γελάς, αφού σου θύμιζα με μεγάλη επιτυχία την Αστέρω σε νέες περιπέτειες.

Το θέμα είναι, ότι τώρα που λείπεις, το σύνδρομο «Αστέρω» χειροτέρεψε. Διανθίστηκε με οράματα κι αισθήσεις, γεννήματα ενός μυαλού, που αρνείται να παραδεχτεί, πως ναι, τελικά όλα σε θυμίζουν εξαιτίας του.

Και είναι πολλά αυτά τα «όλα» ρε γαμώτο.

Δεν ξέρω αν το έκανες επίτηδες, δεν ξέρω αν έτρεχες υποσυνείδητα να προλάβεις τον χρόνο, που πάντα κυλούσε εναντίον μας, αλλά φρόντισες να μαρκάρεις κάθε μέρος, κάθε σκέψη, κάθε εξομολόγηση, κάθε συνειρμό, κάθε φόβο και ελπίδα μου, με την πεισματάρικη μορφή σου.

Με τη μορφή σου, που θυμίζει πια σκίτσο αφημένο στο γραφείο μου, μα δεν τολμάω ούτε καν να καμαρώσω το πόσο όμορφα το έχω ζωγραφίσει.

Ήρθε, φαίνεται, η ώρα, να μου βάλει τα γυαλιά η καρδιά μου, απέναντι σ’ ένα μυαλό γεμάτο άρνηση, που σε κοιτάει χωρίς να θέλει να σε δει, Κι έτσι τώρα, μ’ αυτά τα γυαλιά, παρατηρώ έναν κόσμο απ’ όπου λείπεις, ενώ είσαι παντού. Τι να σου πω τελικά και να με πιστέψεις; Εξάλλου δεν αλλάζει κάτι τώρα πια…ίσως μόνο εγώ αλλάζω, κι όσο αλλάζω σου μοιάζω, που λέει και το άσμα. Κι αυτό γιατί μοιάζαμε εξαρχής κι εγώ επέλεξα να το παραβλέψω.

Σου μοιάζω, λοιπόν, όπως τα πάντα γύρω μου.

 

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου