Είμαστε μια κατηγορία ανθρώπων περίεργη, άκρως αντιφατική γι’ αυτό και παρεξηγημένη. Γεμάτοι ενέργεια και όρεξη για ζωή, πιανόμαστε απ’ το παραμικρό και νιώθουμε όμορφα, χαιρόμαστε σαν μικρά παιδιά αν κάτι μας αρέσει πολύ, αλλά μπορεί να ξενερώσουμε εξίσου εύκολα αν νιώσουμε πως κάτι μας καταπιέζει ή δε μας ταιριάζει. Δε φοράμε ξένες συμπεριφορές, δε δεχόμαστε πατρονάρισμα, δεν προσαρμοζόμαστε ελπίζοντας πως θα συνηθίσουμε κάτι που δε γουστάρουμε και γινόμαστε άκρως αναβλητικοί για ό,τι δε μας εμπνέει.

Είμαστε όντως κι απροσάρμοστοι και τεμπέληδες σε όλα όσα δε μας γεμίζουν. Βασανιζόμαστε και δυστυχούμε όταν αναγκαζόμαστε να καταπιαστούμε με πράγματα έξω απ’ τα γούστα μας και τις επιθυμίες μας, δεν εννοούμε να κάνουμε το κορόιδο όταν προσπαθούν να μας επιβάλλουν καταστάσεις που δεν έχουμε επιλέξει, γινόμαστε πνεύματα αντιλογίας απέναντι σε όσα δεν καταλαβαίνουμε κι αν δεν έχεις πειστικά για τα δεδομένα μας επιχειρήματα μην περιμένεις να ακολουθήσουμε ούτε καν συμβουλή.

Σε περιπτώσεις που νιώθουμε πίεση μας πιάνει πανικός. Για εμάς πρέπει πάντα να υπάρχει ένα παραθυράκι διαφυγής εύκαιρο σε καθετί που αναλαμβάνουμε ώστε να νιώθουμε πως ανά πάσα στιγμή αν κάτι δε μας αρέσει έχουμε το ελεύθερο να την κάνουμε με ελαφρά. Δεν είμαστε διπλωμάτες απέναντι σε ό,τι μας έχει επιβληθεί ούτε κάνουμε τα στραβά μάτια για να μη χάσουμε ευκαιρίες που άλλοι θεωρούν καλές αν εμάς δε μας καλύπτουν.

Όλοι οι παραπάνω λόγοι είναι αρκετοί για να μας χαρακτηρίσει εύκολα κάποιος ανώριμους, ρέμπελους κι ευθυνόφοβους. Αυτός ο κάποιος όμως είναι σίγουρο πως δε θα μας έχει γνωρίσει σε όλες μας τις εκφάνσεις. Γιατί όπως ένα μικρό παιδί βαριέται εύκολα ό,τι δεν το κρατάει σε εγρήγορση, έτσι κι εμείς δεν έχουμε ησυχία και τρωγόμαστε μόνο για όλα εκείνα που δε μας ικανοποιούν.

Όταν ασχολούμαστε με πράγματα που γουστάρουμε ή αναλαμβάνουμε να φέρουμε εις πέρας οτιδήποτε θεωρούμε πως είναι στο στοιχείο μας, μεταμορφωνόμαστε κατευθείαν σε κάτι εντελώς διαφορετικό. Γινόμαστε ακούραστοι, είμαστε η προσωποποίηση της θετικής ενέργειας, τέρατα υπευθυνότητας κι απ’ τους πιο συνεπείς με διαφορά. Γινόμαστε οι συνάδελφοι που πάντα ονειρευόσουν, οι συμμαθητές με τους οποίους χαίρεσαι να συνεργάζεσαι, οι συμφοιτητές με τους οποίους θα επέλεγες χωρίς δεύτερη σκέψη να αναλάβεις μαζί τους οποιαδήποτε εργασία. Αρκεί, το τονίζω γι’ ακόμη μια φορά, όλα εκείνα με τα οποία πρόκειται ν’ ασχοληθούμε να τα έχουμε επιλέξει πρώτοι εμείς.

Το ύφος μας μπορεί να σταθεί αιτία ικανή να μη μας αφήσει να στεριώσουμε εύκολα σε δουλειά κι αυτό γιατί δε μασάμε τα λόγια μας απέναντι σε όσα θεωρούμε παράλογα, αχρείαστα, άδικα ή ανούσια. Αν περιμένεις από εμάς να ακούς σε όλα ναι ή πως θα προσποιούμαστε κάτι που δεν είμαστε μόνο και μόνο για χάρη ενός ηλίθιου εντυπωσιασμού βασισμένου στο φαίνεσθαι, θα περιμένεις αιωνίως. Αντιθέτως αν εκτιμήσεις τον πραγματικό μας εαυτό τότε κι εμείς θα τα δώσουμε όλα και δε θα πιστεύεις στα μάτια σου όταν θα μας δεις να βελτιωνόμαστε κάνοντας άλματα σε χρόνο μηδέν.

Αδυνατούμε να καταλάβουμε όσους συμβιβάζονται κι αυτοαποκαλούνται απλώς προσαρμοστικοί και δεν καταφέρνουμε να συμβαδίσουμε εύκολα με όσους ρεαλιστές ενήλικες εργαζόμενους έχουν θυσιάσει κάθε τους επιθυμία στο βωμό των καθημερινών ευθυνών. Κακομαθημένοι ή καλομαθημένοι; Μήπως απλώς ασυμβίβαστοι; Κι αν νομίζετε πως οι επιλογές μας δεν έχουν κόστος ξανασκεφτείτε τους λόγους για τους οποίους οι περισσότεροι πια επιλέγουν ακόμη και να δυστυχούν σε μια δουλειά απ’ το να παραιτηθούν και να ψάξουν για κάποια άλλη. Μήπως επειδή φοβούνται το όποιο κόστος το οποίο εμείς με βάση τον «παλιοχαρακτήρα» μας υφιστάμεθα;

Ή κι όχι. Γιατί πολλές φορές ο φόβος είναι πιο δυνατός απ’ τις όποιες υποτιθέμενες ή μη συνέπειες. Δεν ξέρω γιατί και πώς όμως αν προσέξεις πώς κινούμαστε και λειτουργούμε, αν παρατηρήσεις τις δικές μας αποφάσεις, θα δεις ότι μας χαρακτηρίζει μια άγνοια κινδύνου απέναντι στην ίδια τη ζωή γι’ αυτό κι οι προσωπικότητές μας είναι συνήθως τόσο έντονες που δε μας αφήνουν να ελιχθούμε όπως ίσως θα έπρεπε.

Ο πατέρας μου πάντα μου έλεγε το εξής όταν ήμουν μικρή: όταν διαφωνώ απέναντι σε κάτι που ζητάς όσα λογικά κατ’ εμέ επιχειρήματα κι αν έχω για να μην το κάνω αρκεί να μου πεις «το θέλω» κι αμέσως αυτό από μόνο του αποτελεί ένα επιχείρημα παραπάνω απ’ τα δικά μου. Και μου αρκεί.

Δε μιλούσε για αχαλίνωτα θέλω, δεν υποστήριξε ποτέ την ασυδοσία, δεν τα είχα όλα στο πιάτο λες κι ήμουν κάτι ανώτερο, άσχετα που στα δικά του μάτια είμαι εξορισμού κάτι ανώτερο γιατί είμαι το παιδί του. Αυτό που εννοούσε ήταν πως πάντα σεβόταν και πάντα θα σέβεται τις δικές μου ξεχωριστές επιθυμίες ακόμη κι αν ο ίδιος δεν τις καταλαβαίνει γιατί πάνω και πέρα από όλα σεβόταν και σέβεται τη διαφορετικότητα και την ατομικότητά μου.

Κάπως έτσι έμαθα λοιπόν κι εγώ να τα δίνω όλα για μια επιθυμία μου, αλλά να μην κουνάω το μικρό μου δαχτυλάκι για ξένες προσταγές. Κάπως έτσι έμαθα να βλέπω και να αντιμετωπίζω τους ανθρώπους ως ξεχωριστές προσωπικότητες, ατομικά και με σεβασμό στις διαφορετικότητές τους. Κι έτσι απαιτώ να με αντιμετωπίζουν κι οι άλλοι. Αν δεν το κάνουν αντίο και καλή καρδιά ή δρω κατά βούληση κι ας φάω πόρτα. Καλό ή κακό αν με ρωτήσει κάποιος δε θα μπορώ να δώσω μια ασφαλή απάντηση. Έτσι κι αλλιώς όμως ούτε με βάση την όποια ασφάλεια έχω μάθει να ζω.

Όπως κανείς εξάλλου απ’ τους απροσάρμοστους αυτής της Γης που θα έπεφταν στη φωτιά για ένα όνειρο ενώ θα επέλεγαν απλώς να κοιτάζουν το άπειρο αν ήταν να ασχοληθούν με οτιδήποτε δε θα τους κάλυπτε. Κανείς από αυτούς για τους οποίους μιλάμε εδώ.

Πού θα καταλήξουμε δεν έχω ιδέα. Σίγουρα δεν είμαστε τα παιδιά που κάθε γονιός θα ήθελε για να νιώθει ασφαλής, ακόμη πιο σίγουρα δεν είμαστε οι υπάλληλοι που κάθε εργοδότης θα μπορούσε να χαλιναγωγήσει κι απολύτως σίγουρα δεν είμαστε εκείνοι που θα μπορέσουν να στηρίξουν μια ενήλικη ζωή γεμάτη ευθύνες κι υποχρεώσεις με έναν τρόπο συμβατικό. Είμαστε επισφαλείς από μόνοι μας. Όμως στο τέλος της μέρας όσα θέλουμε κι ο τρόπος που τα υποστηρίζουμε είναι όλη μας η γοητεία. Και ναι. Πιθανότατα μόνο αυτή έχουμε.

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη