«Δε βρικολακιάζει μέσα μας μόνο ό,τι έχουμε κληρονομήσει από τους γονείς μας, αλλά κι ένα σωρό παλιές νεκρές ιδέες, ένα σωρό παλιές νεκρές θεωρίες και πολλά άλλα τέτοια ακόμα. Ουσιαστικά δε ζούνε μέσα μας κι όμως τα έχουμε μέσα στο αίμα μας και δεν μπορούμε να τα πετάξουμε από πάνω μας».

 

Κα Άλβινγκ-Βρικόλακες, Ίψεν

 

Μία από τις μεγαλύτερες μάστιγες των ανθρώπινων κοινωνιών είναι οι πλαστοί άγραφοι κανόνες οι οποίοι δεσπόζουν στις ζωές μας σαν άλλοι δερβέναγες που μόνοι μας έχουμε επιβάλει χωρίς λόγο στους εαυτούς μας. Ανά τους αιώνες η φράση «τι θα πει ο κόσμος» καθόριζε επιλογές μένοντας για κάποιους μέχρι και σήμερα ένας από τους βασικούς γνώμονες λειτουργίας τους μέσα στο κοινωνικό σύνολο. Προσθέτοντας στη συγκεκριμένη φράση και τη θρησκεία εκτός από τον κόσμο εν γένει σχεδόν ολοκληρώνουμε το ζοφερό τοπίο καταπίεσης μέσα στο οποίο γεννήθηκαν και μεγάλωσαν ολόκληρες γενιές. Ένα τόσο καταστροφικό φαινόμενο, λοιπόν, δε θα μπορούσε παρά να γίνει αντικείμενο ανάλυσης, σχολιασμού κι αποδόμησης μέσω της τέχνης. Πιο συγκεκριμένα αναφερόμενοι σε μια κατάσταση κοινωνικών συμβάσεων, τύπων κι επιβεβλημένων προτύπων δε θα μπορούσε παρά να πάει το μυαλό μας στον λεγόμενο ιψενισμό. Μια τάση, δηλαδή, κριτικής της κοινωνικής πραγματικότητας που επικρατούσε κατά την εποχή του Ίψεν, από τον ίδιο μέσω των έργων του.

Ο Ίψεν ήταν Νορβηγός συγγραφέας, γόνος εύπορης οικογένειας που όμως καταστράφηκε οικονομικά όντας ακόμη ο ίδιος μικρός κι από τότε η ζωή του άλλαξε άρδην. Ο πατέρας του πικραμένος από την κατάσταση στράφηκε στον αλκοολισμό κι η μητέρα του στην εκκλησία. Ο ίδιος σε ηλικία 15 ετών αναγκάστηκε ν’ αφήσει το σχολείο για να γίνει βοηθός φαρμακοποιού κι έτσι προσπαθώντας να βρει διεξόδους από μία καθημερινότητα που δεν τον εξέφραζε καθόλου ξεκίνησε το διάβασμα και το γράψιμο. Στα 18 του απέκτησε ένα νόθο παιδί με μία υπηρέτρια το οποίο αναγνώρισε όμως δε συνάντησε ποτέ του. Κάπως έτσι κατέληξε να αποκοπεί εντελώς από την οικογένειά του, πιθανότατα εξαιτίας αυτού του περιστατικού το οποίο μάλλον αποτέλεσε έμπνευση και για το έργο του «Βρικόλακες». Το συγκεκριμένο θεατρικό μέσα από τη ζωή της οικογένειας Άλβινγκ πραγματεύεται καταστάσεις όπως η κοινωνική υποκρισία, η επιβολή μιας αφύσικης για την ανθρώπινη ζωή καθεστηκυίας τάξης, οι θεσμοί κι οι νόμοι, η θρησκεία, τα ανθρώπινα κατακριτέα από τους πολλούς πάθη, τα αφροδίσια νοσήματα, οι ψυχικές ασθένειες και τέλος η καταπίεση των αλλεπάλληλων συμβιβασμών πάνω στην ανθρώπινη ψυχή που γεννά τελικά βρικόλακες. Φαντάσματα δηλαδή που στοιχειώνουν βαθιά τον καθέναν από εμάς.

Μέσα από τους Βρικόλακες ο Ίψεν έστω και με σημείο αναφοράς τη δική του εποχή ξεμπροστιάζει αριστοτεχνικά τον κούφιο καθωσπρεπισμό και τη σεμνοτυφία όσων ανθρώπων αγκύλωσαν τις ψυχές τους σε φτιαχτούς περιορισμούς πάντα με οδηγό έναν τρίτο, τον κόσμο γενικά, τον Θεό και μια ηθική που τελικά δεν κάνει άλλο από το να κουκουλώνει όσα ξεσπάσματα αναπόφευκτα βιώνει η ψυχή αντιδρώντας στα αφύσικα πρέπει. Ξεσπάσματα πολλές φορές ακραία με εξίσου ακραίες συνέπειες. Κοινωνικές συμβάσεις κι ανθρώπων έργα χαραγμένα στα βάθη των αιώνων που μας έμαθαν πώς να υπακούμε ενοχικά σε γεννήματα τρίτων. Καταλήξαμε να ζούμε κλεισμένοι σε ντουλάπια φοβούμενοι να παραδεχτούμε τους ίδιους μας τους εαυτούς, όσα τραβάμε, όσα θα θέλαμε, όσα στ’ αλήθεια ποθούμε, αισθανόμαστε, είμαστε. Όσο όμως προσπαθείς να πνίξεις την ύπαρξή σου εκείνη μαζεύει μη και πρέπει και κάποτε ξεσπά δίχως να λογαριάζει πια τίποτε. Ξεσπά αυτοκαταστροφικά, ξεσπά καταστροφικά, ξεσπά με χίλιους-δυο τρόπους αλλά ξεσπά.

Όσα κουκουλώνονται όπως όπως κάτω από το χαλί σαν ένας ροζ ελέφαντας μέσα στο δωμάτιο που κάνουν όλοι πως δε βλέπουν έρχεται η στιγμή να μας πνίξουν. Η λέξη «vermoulu» για παράδειγμα που στα γαλλικά σημαίνει «σάπιο» και την οποία χρησιμοποίησε ο γιατρός για να χαρακτηρίσει την κατάσταση του Όσβαλτ στους Βρικόλακες αναφέρεται ξεκάθαρα στη σήψη ενός ολόκληρου κοινωνικού οικοδομήματος που κρύφτηκε και βασίστηκε στις μάσκες του απόλυτου καθωσπρεπισμού. Ο ίδιος ο τίτλος του έργου, η μετάφραση του οποίου δεν είναι απόλυτα ακριβής μιας και στα δανέζικα «Gengangere» σημαίνει σε ελεύθερη μετάφραση «φαντάσματα», παρουσιάζει το πώς μέσω κληρονομικότητας καταστάσεις οι οποίες θεωρούνταν περασμένες και θαμμένες στο παρελθόν βρικολακιάζουν σαν τα φαντάσματα ώστε κάποτε τις βρίσκουμε τελικά μπροστά μας ξανά και ξανά. Ριζώνουν μέσα μας μολύνοντας εμάς αλλά και τους γύρω μας.

Το έργο αυτό του Ίψεν συνδέεται άμεσα τόσο με τη ζωή του όσο και με τις ανησυχίες του περί κοινωνικών σχέσεων και κληρονομικών ασθενειών, με την εξέλιξη αυτών αλλά και με τον φόβο του επικείμενου θανάτου. Θέματα εξαιτίας των οποίων πολλοί συσχετίζουν τους Βρικόλακες με το έργο του Ντοστογιέφσκι «Ο ηλίθιος». Από το έργο δε λείπουν οι θρησκευτικές συμβάσεις, κοινό στοιχείο επίσης με τα έργα του Ντοστογιέφσκι, προσωποποιημένες μέσα από τον χαρακτήρα του πάστορα Μάντερς ο οποίος με τις νουθεσίες του εκπροσωπεί ουσιαστικά ολόκληρο το σαθρό θρησκευτικό οικοδόμημα που χτίστηκε κυριολεκτικά πάνω στους ώμους των ανθρώπων ως επιπλέον βάρος στις πλάτες τους. Τα πάντα γίνονται για το φαίνεσθαι, για την εικόνα της ηθικής, για την πλασματική αξιοπρέπεια, για τις κενές αρχές. Κι ας βασανίζονται ψυχές πίσω από πόρτες κλειστές, αρκεί που δε φαίνονται, που δεν ξέρει κανείς τίποτε, που όλα μοιάζουν να γίνονται σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου ο οποίος ουσιαστικά είναι απλώς ο λόγος άλλων ανθρώπων.

Κάπως έτσι το ξεβράκωμα μιας ολόκληρης κοινωνίας που παραδόξως τόσα χρόνια μετά θα μπορούσε να έχει αρκετά κοινά με τη δική μας, φέρνει στην επιφάνεια τις έως και κανιβαλικές θα λέγαμε οικογενειακές σχέσεις, τα υποχθόνια σύνδρομα, θέματα που θεωρούνταν πολύ περισσότερο τότε ταμπού όπως η σύφιλη, τη χρήση της θρησκείας ως μέσω επιβολής και διατήρησης μιας ακραία καταπιεστικής τάξης κι όλα αυτά με τρόπο σοκαριστικό για την εποχή του συγγραφέα. Το πιο σοκαριστικό όλων όμως είναι πως ακόμη και για εμάς σήμερα κάποια από τα παραπάνω δεν είναι τόσο ξένα όσο θα έπρεπε αιώνες μετά.

Το πιο σοκαριστικό είναι πως εξακολουθεί να μας απασχολεί το τι θα πει ο κόσμος, πως εξακολουθούμε να κρύβουμε ενοχικά σε πολλές περιπτώσεις τις αληθινές επιθυμίες μας, πως πολλές φορές αφήνουμε την οικογένεια να μας ορίζει, πως ντρεπόμαστε ακόμη και σήμερα να μιλήσουμε ανοιχτά για θέματα που αφορούν την ψυχική μας υγεία, για τη σεξουαλικότητά μας, για αμαρτίες γονέων που παιδεύουν τα τέκνα, πως εξακολουθούμε να ζούμε πίσω από χτισμένους τοίχους από καθωσπρεπισμό, ότι εξακολουθούμε να επιβεβαιώνουμε πρότυπα ανεξάρτητα από το αν μας ταιριάζουν ή όχι μόνο και μόνο επειδή έτσι μας έμαθαν πως είναι το σωστό, ότι εξακολουθούμε να διαχωρίζουμε τους ανθρώπους με βάση τα στερεότυπα κι όχι την ψυχή και το έργο τους.

Το έργο του Ίψεν είναι πολύ πιο επίκαιρο απ’ όσο δείχνει με μια πρώτη ανάγνωση. Κι ίσως είναι μία από τις καλές ευκαιρίες ανασκόπησης κι αναθεώρησης τόσο της ζωής μας όσο και των συνθηκών μέσα στις οποίες αναπτύχθηκε αυτή ώστε να συνειδητοποιήσουμε όλα όσα τελικά θα κληροδοτήσουμε ως ιδέες ή κατάρες στα παιδιά μας.

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου