Πρόσφατα σε ξαναείδα τυχαία. Παράξενο, έτσι; Τόσο καιρό μετά και σε συναντάω σε μέρη που ποτέ δε φανταζόμουν. Να το επεδίωκα, δηλαδή, δε θα τα κατάφερνα. Σε είδα από μακριά, δεν ήρθα να σου μιλήσω, με είδες κι εσύ, μα κατάλαβες πως σε απέφυγα. Και, πολύ ορθώς έπραξα. Τι να λέγαμε; Εμείς, που κάποτε μιλούσαμε ώρες ατελείωτες, να αρκούμαστε στα τυπικά «τι κάνεις»; Κατάντια.

Ήσουν ήρεμος, φαινόσουν καλά. Εγώ σε ξέρω καλύτερα από όλους, καταλαβαίνω τη διάθεσή σου από τον τρόπο που κάθεσαι, από το ύφος σου. Και χάρηκα. Πέρασε πολύς καιρός μέχρι τα «να περνάς καλά» που σου έλεγα, να έχουν ισχύ, να μην υπονοείται κάτι του στιλ «να μου πας στο διάολο κι εσύ κι η κάμπια σου», «που να μη σώσεις να ξαναχαρείς τίποτα, μαλάκα» και λοιπές κατάρες που κρύβονται πίσω από δήθεν ανωτερότητες. Δήθεν, ναι, γιατί εγώ δεν ξέρω κανένα ερωτευμένο να εύχεται από καρδιάς να είναι ο άλλος ευτυχισμένος μακριά του.

Ξέρω πως ρωτάς για μένα. Πιάνεις κοινούς γνωστούς μας για να μάθεις νέα μου. Καταλαβαίνω πως επιδιώκεις να σου στείλω κάτι, τώρα από εγωισμό ή από ενδιαφέρον, άγνωστο. Δε θα το κάνω, όμως, και το ξέρεις, γιατί με ξέρεις. Θα υποθέτω, μόνο, ότι είσαι ευτυχισμένος, αυτό θέλω, απωθημένα, εγωισμοί, κακίες, δεν έχει μείνει τίποτα πια. Πέρασε καιρός για να σε ευχαριστώ για όσα μου έμαθες, όσα μου έδωσες, όσα με έκανες να νιώσω. Είμαστε δυο άγνωστοι πλέον, που κάποτε γνωρίζονταν πολύ καλά, ας μην ξανασυστηθούμε, όμως.

Μου ζήτησαν να τους πω τι ένιωσα, όταν σε είδα. Τίποτα δεν ένιωσα. Ούτε ίχνος απ’την παλιά ταραχή, ούτε μια επιθυμία να έρθω κοντά σου, ούτε θυμός, ούτε πίκρα. Κάθε φορά που σε βλέπω ή σε αναπολώ, το ίδιο κενό. Και μια επιθυμία να είσαι στ’ αλήθεια τόσο καλά, όσο φαίνεσαι. Δεν έχω τρόπο να το διαπιστώσω, μόνο στο ένστικτό μου μπορώ να βασιστώ. Δεν έχουμε καμία επικοινωνία, αυτό ήθελα κι αυτό έγινε. Έτσι πάει, για να ξεπεράσεις κάποιον, τα κόβεις όλα, μαχαίρι. Αν υποκρινόμασταν τα φιλαράκια, έτσι στο όνομα του πολιτισμού, τίποτα δε θα ήταν το ίδιο. Δε θα σε εκτιμούσα ούτε θα επιθυμούσα τη χαρά σου. Δεν ήθελα να ήσουν καλά, ρε μπάσταρδε, ήθελα να πονέσεις όσο εγώ, να νιώσεις τι σημαίνει απόρριψη, προδοσία, να σου τρίβουν στα μούτρα πως δεν είσαι τίποτα σημαντικό, να προσπαθείς να φύγεις και να σε γυρνάνε πίσω με ψεύτικες υποσχέσεις ευτυχίας για να ικανοποιηθεί ένας διεστραμμένος εγωισμός.

Γι’ αυτό κι έφυγα, για να μη σε μισήσω, που στο τσακ ήμουν και δεν είναι του χαρακτήρα μου τέτοια συναισθήματα, με αρρωσταίνουν. Όχι επειδή σε βαρέθηκα, όχι επειδή κουράστηκα, όχι επειδή απελπίστηκα. Έφυγα για να σώσω ό,τι καλό θα μπορούσε να μείνει από σένα μέσα μου. Γι’ αυτό κι εξαφανίστηκα, γι’ αυτό αρνήθηκα κάθε προσπάθειά σου να επικοινωνούμε πού και πού, γι’ αυτό και δε θέλω να ξαναμπείς στη ζωή μου με κανένα τρόπο. Γιατί σε ξεπέρασα και σε συγχώρεσα και, πλέον, εξακριβωμένα, εύχομαι τα καλύτερα. Είμαι, όμως, άνθρωπος και, μάλιστα, άνθρωπος που πλήγωσες εσύ. Γιατί να σε κρατήσω στη ζωή μου; Γιατί να θέλω να μαθαίνω λεπτομέρειες της δικής σου; Γιατί να ρισκάρω να ξαναθυμηθώ, όσα άσχημα από σένα, άφησα με κόπο πίσω μου;

Όχι, το άγχος μου δεν είναι μην και σε ξαναερωτευτώ. Εγώ, μωρό μου, βλέπεις, το τερμάτισα τότε. Κι αν, κάπου κρυφοφοβόμουν, οι τυχαίες μας συναντήσεις με ανακούφισαν. Το κενό, που λέγαμε; Έληξε η ιστορία μας και με τη βούλα κι αν είναι να θυμάμαι κάτι, ας είναι μόνο τα ωραία. Αν όμως σε ξαναμπάσω στη ζωή μου, θα αρχίσω να θυμάμαι και τα άσχημα και θα σε απαξιώσω. Και δεν το θέλω, γαμώτο. Την ιστορία μας, τη βλέπω σαν ταινία που παίζουν κάποιοι άλλοι κι εσύ είσαι ο πρωταγωνιστής που χαίρεσαι να βλέπεις στην οθόνη, αλλά δε θα ήθελες με τίποτα στη ζωή σου. Σε έχω πολύ ψηλά κι αν με διέλυσες τότε, χαλάλι σου, τα ωραία μας άξιζαν και τώρα μπορώ να τα απομονώσω και να τα δω ξεχωριστά.

Γι’ αυτό σου λέω. Μην ξαναμπείς στη ζωή μου, μην το διανοηθείς καν. Αν θες να σε θυμάμαι και να χαμογελάω, κράτα την απόσταση που σου έχω επιβάλει. Γιατί ναι, θέλω να είσαι καλά. Θέλω να είσαι και κάτι παραπάνω από καλά. Όμως, αυτό το «καλά», θέλω να είναι όσο πιο μακριά μου γίνεται.

 

Συντάκτης: Κατερίνα Δούκα
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή