Θυμάμαι μικρός που κατά τη διάρκεια βροχερών ημερών μαζευόμασταν σε σπίτια και ξεδιπλώναμε τα ταλέντα μας ή συγκεντρωνόμασταν γύρω από ένα τραπέζι παίζοντας επιτραπέζια. Ένα από τα πιο δημοφιλή ήταν και το «ταμπού». Αγαπημένο παιχνίδι της εποχής κυρίως μεταξύ νέων που όμως αντικατόπτριζε κατά κάποιον τρόπο όλους μας ξεχωριστά αλλά και σαν σύνολο. Βασικός κανόνας του ταμπού ήταν κάθε παίκτης να μπορεί να περιγράφει μια έννοια χωρίς να χρησιμοποιεί ορισμένες λέξεις που αναφέρονται στην καρτέλα που επέλεγε.

Κάπως έτσι αναφερόμαστε πολύ συχνά σε συζητήσεις ερωτικού περιεχομένου που κάνουμε κατά καιρούς με τους φίλους ή τους συντρόφους μας. Ξεκινάμε την κουβέντα δειλά δειλά προσπαθώντας να είμαστε όσο το δυνατόν πιο προσεκτικοί στις λέξεις και τις εκφράσεις που χρησιμοποιούμε σαν να περπατάμε σε ένα χωράφι ξυπόλυτοι προσέχοντας για αγκάθια και αιχμηρά αντικείμενα ή σε μια παραλία γεμάτη βότσαλα μη τυχόν και πατήσουμε κανένα και πληγωθούμε.

Μοιάζει τουλάχιστον αστείο να μη μοιραζόμαστε τις σκέψεις μας περί φαντασιώσεων ούτε με τα πιο κοντινά και έμπιστα άτομα. Όλοι έχουμε φαντασιώσεις, από τους έφηβους μέχρι τους υπερήλικες, έχουμε προτιμήσει στον έρωτα, έχουμε ταυτιστεί με συγκεκριμένους ρόλους, έχουμε αλλάξει συντρόφους στη σφαίρα της φαντασίας μας. Κοντολογίς ο έρωτας αποτέλεσε κι αποτελεί και θεωρώ πως θα συνεχίσει να αποτελεί θεμέλιο λίθο της ζωής, της ύπαρξης της ίδιας. Αν δεν είχαμε τον έρωτα ως παρονομαστή το χθες και το σήμερα θα ήταν το ίδιο άγνωστα με το αύριο.

Όταν πρόκειται για φαντασιώσεις έχουμε την τάση να «κολλάμε» και να προκαλούμε τον εαυτό μας ασυναίσθητα να εξερευνήσει με όποιον τρόπο, τις πτυχές και τα όρια τέτοιων σκέψεων. Αυτό κακό δεν το λες, αλλά όπως υποστήριξαν οι Αρχαίοι Έλληνες, παν μέτρον άριστον, γιατί αν χαθεί το μέτρο χανόμαστε κι εμείς μαζί του -κι ο νοών νοείτω.

Όσο περισσότερο και πιο συχνά ικανοποιούμε τις φαντασιώσεις μας τόσο πιο πολύ αυτές πυροδοτούν νέες, «φρέσκες» που φαντάζουν ίσως και μεγαλύτερα ταμπού, με εντονότερη διάθεση, με περισσότερο «παιχνίδι» και κυνικότερο περιεχόμενο. Είναι αυτό το αίσθημα μη ευχαρίστησης, το ανικανοποίητο που έχουμε εμείς οι άνθρωποι που όταν καταφέρνουμε να αποκτήσουμε αυτά που εξαρχής αποζητούσαμε, μετά επιθυμούμε κι άλλα, πιο έξαλλα πράγματα. Έρευνες έχουν δείξει πως άντρες και γυναίκες που εκτίθενται, βλέπουν ή εξασκούνται στο ίδιο πράγμα ακατάπαυστα, παύουν να διεγείρονται από αυτό οπότε για να ανάψει πάλι η φλόγα χρειάζεται κάτι νέο να διεγείρει με τη σειρά του τη φαντασία μας.

Με φίλους, αγαπημένα κι έμπιστα άτομα μπορούμε πάντοτε να βρίσκουμε θέματα να συζητάμε, να γελάμε, αλλά κακά τα ψέματα οι ερωτικές διηγήσεις έχουν ζουμί κι αξία! Το να τα μοιραστούμε όλα μόνο κακό δεν είναι, φτάνει να γνωρίζουμε πως όντως θέλουμε να το δοκιμάσουμε, να το βγάλουμε από μέσα μας, υπεύθυνα –τόσο για εμάς τους ίδιους όσο και για τους άλλους- να το ζήσουμε στο έπακρο με ασφάλεια, σύνεση, αυτοπεποίθηση και σιγουριά. Όσο βυθιζόμαστε στις so-called «ακολασίες» τόσο πιο εθισμένοι καταλήγουμε να είμαστε. Και σίγουρα δεν είναι απόλυτο όλο αυτό. Είναι απλώς μια πολύ συχνή κατάληξη.

Ας έχουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας πως το να καταφεύγουμε σε σελίδες ερωτικού περιεχομένου δεν αποτελεί και την ιδανικότερη πηγή για εύρεση είτε ικανοποίησης είτε νέων φαντασιώσεων διότι δεν έχουν ιδιαίτερη σχέση με την πραγματική συνεύρεση, τον παθιασμένο έρωτα. Το μόνο στο οποίο μπορεί να συμβάλλει μια τέτοιου είδους σελίδα είναι να μας εξιτάρει τη φαντασία ή την περιέργεια ή και τα δύο μαζί.

Βέβαια τα πράγματα έχουν την τάση να ξεφεύγουν σχετικά εύκολα οπότε όπως και σε κάθετί, έτσι και σε μια τέτοια, λεπτή περίπτωση θα πρέπει να υπάρχει φρένο, κάποια όρια. Δεν μπορούν τα πάντα να εκλαμβάνονται σαν φαντασιώσεις. Πρέπει να μάθουμε να διαχωρίζουμε τις καταστάσεις στο μυαλό μας από την αρχή. Κάποιες τεχνικές στο ερωτικό κομμάτι θα μας προξενήσουν περιέργεια ενώ άλλες όντως θα θέλουμε να τις δοκιμάσουμε. Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι φαντασιώσεις δεν τελειώνουν ποτέ!

Συντάκτης: Γιώργος Γκαρακλίδης
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.