3,2,1… Είμαστε ευτυχισμένοι. Ακούγεται σαν έναρξη γυρίσματος ταινίας, αλλά αν γίνουμε μιας συνηθισμένης μέρας, θα διαπιστώσουμε πως η αντίστροφη μέτρηση είναι αυτό που κάνουμε πιο συχνά. Μετράμε αντίστροφα για να ξεκινήσουμε για δουλειά κι από εκεί και πέρα μηδενίζουμε και ξεκινάμε απ’ την αρχή το countdown μέχρι επιτέλους να τελειώσουμε και να επιστρέψουμε σπίτι. Κι εκεί παίρνουμε μια κόλλα χαρτί κι ένα στιλό και μετράμε πόσο έμεινε για να πάρουμε εκείνο το κινητό που θα βγει σε λίγο καιρό και να αισθανθούμε χαρά κι ενθουσιασμό. Κάνουμε υπολογισμούς για να δούμε πότε θα αποπληρώσουμε το δάνειο, ώστε να χαλαρώσουμε και να μην το ‘χουμε κι αυτό στο μυαλό μας. Αξιολογούμε τον κόπο μας, τον χρόνο μας και τις μέρες εργασίας μας για να δούμε πότε επιτέλους θα πάρουμε αύξηση μπας και ευτυχήσουμε μια και καλή.

Θυμάσαι όταν έλεγες πως ήθελες να τελειώσεις το σχολείο για να νιώσεις ελεύθερος κι ευτυχισμένος; Το τελείωσες, αλλά άρχισες κάτι άλλο. Εσύ ξεκίνησες να δουλεύεις, οι φίλοι σου να σπουδάζουν και πάλι δεν ήταν ευτυχισμένοι γιατί κάτι τους έλειπε. Αργότερα συνειδητοποίησαν πως θέλουν έναν άνθρωπο δίπλα τους. Και τον είχαν, τον είχες κι εσύ. Αλλά πάλι κάτι έλειπε. Έλειπε το φλερτ που δεν πρόλαβες να ζήσεις και επιθυμούσες διακαώς. Λες θα είσαι ευτυχισμένος όταν αποφοιτήσεις και αποκτήσεις μια δουλειά που θα είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα σου. Τη βρήκες, αλλά ούτε εκεί υπήρξες ευτυχισμένος. Ακολούθησαν τόσες άλλες ευχές που κάποτε ήταν αυτό που αποζητούσες κι επιθυμούσες έντονα, αλλά όταν πραγματοποιήθηκαν φάνηκαν ανεπαρκείς ν’ ανταποκριθούν σ’ αυτόν τον άγνωστο παράγοντα Χ που σταδιακά σε αφήνει παγερά αδιάφορο για τη ζωή. Εκείνο το «μετά» που ψάχνεις μανιωδώς, δεν έφτασε ποτέ.

Είναι φανερό πως οποιαδήποτε κίνηση έχει ως στόχο την ευφορία και ως εκ τούτου την ευτυχία και την ευδαιμονία. Οπότε το 3,2,1 δεν είναι απλώς μια μικρή, καθημερινή, ανθρώπινη αγανάκτηση, αλλά ένα φαύλο μοτίβο χωρίς διέξοδο που με τον καιρό γίνεται μια νοσηρή για την ψυχολογία μας συνήθεια. Είτε τώρα είτε αργότερα, αργά ή γρήγορα, θα συνειδητοποιήσουμε πως η ευτυχία δεν είναι παρά μια κατάσταση, μια ιδέα που αποτελεί εντελώς υποκειμενική έννοια κι εξυπηρετεί καθαρά τις ανάγκες του καθενός. Αν τις καλύπτει πλήρως τότε αυτόματα «βαπτίζεται» ευτυχία. Φέρνοντας στο μυαλό μας κάποια από τα παιδικά μας βιώματα, θα θυμηθούμε πως δε χρειαζόμασταν και πολλά για να αισθανθούμε χαρούμενοι. Λίγο παιχνίδι, συντροφιά και μια τρελή ποσότητα ενέργειας ήταν ό,τι έπρεπε για να αγγίξουμε την τότε παντελώς άγνωστη φίλη «Ευτυχία». Υπεραναλύοντας τα πράγματα δεν μπορώ να σκεφτώ τι πήγε στραβά αργότερα και υιοθετήσαμε την τακτική σύμφωνα με την οποία αποκτάμε όλο και περισσότερα, καλύπτουμε περισσότερες «ανάγκες» απ’ όσες έχουμε και καταλήγουμε να μένουμε ανικανοποίητοι κι μη ευχαριστημένοι.

Έρευνες έχουν δείξει πως ένας ενήλικας περνάει το μεγαλύτερο διάστημα της ημέρας κακοδιάθετος και γελάει πολύ λιγότερο από τα παιδιά. Φανταστείτε τι συμβαίνει όταν πολλαπλασιάζουμε τις ώρες που είμαστε κατσούφηδες με τις μέρες και τα χρόνια. Δεν είναι μόνο μια μέρα που είμαστε στεναχωρημένοι, αγχωμένοι για το «μετά», φανερά εκνευρισμένοι με τα πάντα γύρω μας, αλλά πολλές μέρες που μετατρέπονται σε χρόνια και ακολούθως σε μια μίζερη, στενάχωρη ζωή.

Η ρίζα του κακού βρίσκεται στην ανθρώπινη απληστία. Επιθυμούμε πάντοτε περισσότερα και καλύτερα πράγματα. Θέλουμε να επικρατήσουμε έναντι άλλων. Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για εξέλιξη, αφού εάν ο άνθρωπος επαναπαυόταν, δε θα είχαμε φτάσει στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα. Βέβαια είναι διαφορετικό να θέλουμε να βελτιώνουμε διαρκώς τις συνθήκες ζωής μας απ’ το να μη βρίσκουμε πουθενά ηρεμία, γαλήνη και να ψάχνουμε μια ευτυχία που τελικά ποτέ δε βρίσκουμε ολοκληρωμένη. Θέλουμε κι άλλα, είμαστε «αχόρταγοι», αποκτούμε αυτά που κάποτε αποζητούσαμε κι επιθυμούμε όλο και περισσότερα. Θέλουμε να κυριαρχήσουμε με οποιοδήποτε τίμημα και δεν υπολογίζουμε πολλές φορές πως αντί να συμμετέχουμε σ’ έναν αγώνα χωρίς σημείο τερματισμού, θα μπορούσαμε κάλλιστα να επικεντρωθούμε στο να ζήσουμε αυτό που μας δόθηκε -χωρίς αυτό να σημαίνει πως επαναπαυόμαστε-, ν’ αρπάξουμε ευκαιρίες βελτίωσης, ν’ απολαύσουμε ο ένας τον άλλο σε όλες τις εκφάνσεις μας.

Αν υπάρχει έστω μια μικρή πιθανότητα για τροφή προς σκέψη κι αν μπορούμε να γίνουμε έστω ένα χιλιοστό καλύτεροι, περισσότερο ευγνώμονες για το φαινομενικά απλούστατο γεγονός πως ζούμε, θα μπορούσε να θεωρηθεί επιτυχία. Ας κυνηγήσουμε τα όνειρά μας, ας φτάσουμε να τα δούμε να πραγματοποιούνται, δεν είναι κακό. Μόνο μην περιμένουμε πως στον επόμενο στόχο θα είμαστε πιο ευτυχισμένοι απ’ ότι στον προηγούμενο. Δε θα είμαστε. Θα είμαστε πιο εφήμερα ικανοποιημένοι. Ούτως ή άλλως και η ίδια η ευτυχία πολλές φορές αποτελεί μια γλυκιά, ύπουλη παραίσθηση, μια εμπορική ψευδαίσθηση που γλιστράει. Αξίζει για μια τέτοια ψευδαίσθηση να περιμένουμε ολόκληρη ζωή; Ίσως ν’ αξίζει για κάποιους, αλλά κανείς δε θα την αποκτήσει εξολοκλήρου ποτέ. Κι αν ακόμα τη συνδέσουμε μ’ ένα αόριστο «μετά», αυτό δε θα σταματήσει ποτέ να ρέει…

Συντάκτης: Γιώργος Γκαρακλίδης
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.