Λένε συχνά πως λίγο πολύ όλες οι σχέσεις απαιτούν αμοιβαίες υποχωρήσεις. Κάθε είδους σχέση, όπως αυτή που αναπτύσσουμε με τους γονείς, με τα παιδιά μας, με τους συντρόφους μας, με τους φίλους μας, με τους συνεργάτες, θέλει να κάνουμε κι ένα βήμα προς τα πίσω για να αφήσουμε χώρο στη σχέση αυτή να ωριμάσει σε ένα πιο ελεύθερο και ελαστικό περιβάλλον. Και ως σύνολο και κατά κανόνα συχνά συνδέουμε την υποχώρηση με την ωριμότητα ενώ παράλληλα βλέπουμε την έλλειψή της ως δείγμα πείσματος και ανωριμότητας. Είναι όμως πάντα έτσι; Πότε μιλάμε για πείσμα και πότε για σταθερότητα; Πώς αυτά τα δύο συνδέονται και πώς αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα;

Καταρχάς ας ξεκαθαρίσουμε πως η υποχώρηση δε συνδέεται πάντοτε με την ωριμότητα, αλλά θα μπορούσε να πει κανείς πως αποτελεί ένα βήμα πιο κοντά σε αυτήν. Εντούτοις το να υποχωρούμε σε διάφορες καταστάσεις της ζωής έχει να κάνει και με την ανασφάλεια που ενδεχομένως να κουβαλάμε, το φόβο ο οποίος μπορεί να μας διακατέχει, ή το αίσθημα κατωτερότητας το οποίο δυστυχώς έρχεται καμιά φορά και φωλιάζει μέσα μας αρνούμενο πεισματικά να φύγει. Πολλοί συνδέουν την έλλειψη του αισθήματος υποχώρησης με το -παιδικό σχεδόν- πείσμα, κάποιοι ίσως το θεωρούν μάλιστα αδιαπραγμάτευτο δείγματα ανωριμότητας και ίσως μιας εγωπάθειας, που ως ένα σημείο μπορεί και να ισχύει, αλλά οι ανθρώπινες σχέσεις είναι κάτι τόσο περίπλοκο που δύσκολα θα μπορούσαμε να βρούμε ποσοστά και να τα φιλτράρουμε.

Παρ’ όλ’ αυτά αδυνατώ να συμφωνήσω με το ότι η υποχώρηση σημαίνει παράλληλα και ωριμότητα γιατί κάτι τέτοιο είναι περιοριστικό και διατυπωμένο σε ύφος μονόδρομου και ως γνωστόν ο άνθρωπος, απ’ όπου κι αν προήλθε, δεν αποτελεί κάτι τόσο μονομερές και μονόπλευρο αλλά μια τεράστια σύνθεση πολυπλοκότητας. Υποχωρούμε σε μια σχέση για τόσους πολλούς λόγους που θα ήταν αδύνατον να τους απαριθμήσουμε στο παρόν άρθρο.

Υποχωρούμε όταν όντως έχουμε τη συναισθηματική ωρίμανση να κατανοήσουμε πώς αρχίζουμε μια σχέση και πώς και οι δύο πλευρές θα πρέπει να κάνουν αμοιβαίες υποχωρήσεις για να μπορέσει η σχέση να ευδοκιμήσει και να έχει διάρκεια. Υποχωρούμε όταν νιώθουμε πια κουρασμένοι και δε θέλουμε να παλέψουμε άλλο για να πείσουμε ή να σώσουμε κάτι το οποίο μάλλον δε σώζεται. Υποχώρηση ονομάζουμε ακόμη και τις περιπτώσεις που νιώθουμε ανίκανοι να κάνουμε το οτιδήποτε τόσο για εμάς όσο και για τους άλλους, οπότε τα παρατάμε. Υποχωρούμε γιατί νιώθουμε φόβο, ίσως και δειλία για να προχωρήσουμε σε κάτι διαφορετικό. Αλλά ακούγεται πολύ καλύτερο το να αποκαλέσουμε «ωριμότητα» τη συναισθηματική αδυναμία, για αυτό το επιλέγουμε.

Κι αν υποχωρήσουμε, αυτό δε σημαίνει πως έχουμε καταφέρει να φτιάξουμε την τέλεια σχέση, γιατί ακόμη και σήμερα βρισκόμαστε στην αναζήτησή της. Είμαστε περίπλοκα όντα οι άνθρωποι, περιλουζόμαστε με ένα μείγμα εγωπάθειας και ουτοπισμού, ώστε να πρέπει να ψαχνόμαστε συνεχώς, χωρίς το παραμικρό διάλειμμα για ξεκούραση, για εκείνο το «τέλειο». Είναι όμως κάτι τέτοιο απαραίτητο;

Δεν αποτελεί ανωριμότητα να μην μπορείς να διαχειριστείς καταστάσεις, ούτε είναι ανώριμο να μην αντέχεις να προχωρήσεις σε κάτι το οποίο σου προκαλεί συνεχώς αμφιβολίες και σε παραδίδει αμαχητί σε κρυμμένους φόβους και ανασφάλειες. Δεν είναι κακό όλο αυτό. Είναι απλώς μια κατάσταση που χρειάζεται κατανόηση, αλλά αυτή μοιάζει όλο και πιο δυσεύρετη εντός μιας κοινωνίας που εύκολα θα γυρίσει να χαρακτηρίσει, να κρίνει και να δικάσει με το κούνημα ενός δαχτύλου.

Οι προθέσεις όλων μας ποικίλλουν και δυστυχώς, ή κι ευτυχώς ανάλογα το πώς βλέπουμε τα πράγματα γύρω μας, αντανακλώνται συχνά επακριβώς από τις πράξεις μας. Ένας άνθρωπος ο οποίος δε θέλει να δώσει άλλη συνέχεια σε μια σχέση την οποία μέχρι τώρα είχε, έχει ίσως τη συναισθηματική ωρίμανση αλλά και την ψυχική δύναμη να βάλει ένα τέρμα σε κάτι το οποίο δεν προσφέρει αυτό που ενδεχομένως κάποτε προσέφερε. Μπορεί να είναι σκληρό αλλά είναι η αλήθεια. Παράλληλα θα βρούμε εκεί έξω κι ανθρώπους οι οποίοι θα επιλέξουν να παλέψουν γι’ αυτό που αναζητούν και είναι συχνά εκείνοι στον οποίων την αύρα θα νιώσεις τη φλόγα που είναι έτοιμη να πάρει παραμάζωμα κάθε εμπόδιο.

Ας μη μας μπερδεύουν οι κοινωνικές ενδείξεις που συνεχώς μας κάνουν να χανόμαστε αντί να μας διαφωτίζουν. Όχι, η άρνηση υποχώρησης δεν είναι δείγμα ανωριμότητας κι ούτε η επιμονή στο να διατηρήσουμε κάτι που ήδη έχουμε σημαίνει απαραίτητα πως μας διακατέχει ένα ανυπέρβλητο πνεύμα ωριμότητας. Ο καθένας μας συμβολίζει μια άλλη ιστορία, ένα σύμπαν μόνο του και το ίδιο και οι εμπειρίες που τον συνοδεύουν, οπότε τρύπια λόγια του τύπου «ώριμος γιατί υποχωρεί» και «ανώριμος επειδή αρνείται να το κάνει» είναι πιθανότατα απλά αμπελοφιλοσοφίες ανθρώπων που δε χρειάστηκε ποτέ να κάνουν ούτε το ένα αλλά ούτε και το άλλο.

 

Συντάκτης: Γιώργος Γκαρακλίδης
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη