Ήρθες και μου ανέτρεψες τα πάντα. Όλο μου το «είναι», όλα μου τα πιστεύω. Τους έριξες μια κλωτσιά και με άφησες με το στόμα ανοιχτό. Μα φυσικά, πως ήμουν τόσο τυφλή, τόσο απόλυτη. Δεν υπάρχει μόνο άσπρο και μαύρο , υπάρχει και το γκρι και το λιλά και το γαλάζιο. Εσύ μου το έμαθες. Έτσι ξαφνικά όπως μπήκες στη ζωή μου, από τη μια μέρα στην άλλη. Το σκέφτομαι και γελάω. Πώς είναι δυνατόν να απλώθηκες τόσο μέσα μου μόνο με ενα απλό «γεια»;

Δυο τόσο διαφορετικοί άνθρωποι μα ταυτόχρονα τόσο περίεργα συμβατοί. Ο ένας για τον άλλο. Ίσως τώρα που το σκέφτομαι, εσύ λίγο περισσότερο για μένα. Μη με παρεξηγείς. Είμαι παράξενο πλάσμα εγώ. Μη με βλέπεις έτσι που γελάω, μη νομίζεις ότι τα παίρνω όλα στη πλάκα. Αισθάνομαι, καταλαβαίνω, ερωτεύομαι, αγαπάω και πονάω. Μα πού να φανεί; Ίσως σε κάποιο από τα βλέμματα μου εκεί στο άπειρο να το ένιωσες, μα γύρισα και σε κοίταξα και αμέσως έσκασα ρυτίδα. Γιατί όταν σε βλέπω, γελάει όλος μου ο κόσμος. Με κάνεις να χαμογελάω, να νιώθω όμορφη, σημαντική.

Σίγουρα δεν έχεις σχέση με κανέναν άλλο άνθρωπο. Δεν είσαι από την ίδια πάστα. Είσαι απειλούμενο είδος, υπό εξαφάνιση και δες τώρα που βρέθηκες μπροστά μου. Και εγώ τι να κάνω; Πώς να σε διαχειριστώ; Να αφεθώ; Μα σκέφτομαι τόσο  πολύ την ελεύθερη  πτώση. Πάντα πονάει, γιατί να σου πω την αλήθεια δεν τα πολυγουστάρω τα αλεξίπτωτα. Γι’ αυτό σου λέω αν μείνεις εδώ μάλλον θα πληγωθείς μαζί μου. Όχι γιατί δεν σε θέλω, όχι γιατί δεν μ αρέσεις, ίσα-ίσα γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο. Γιατί θα τα κάνω πάλι μαντάρα.

Μα τι πλάσμα και εσύ όμως. Επίμονο και υπομονετικό, να κάτσεις εδώ δίπλα μου να τα λύσουμε όλα. Θέλω δε θέλω, εσύ εκεί. Γιατί με νοιάζεσαι, γιατί θες να με φροντίσεις, γιατί σου αρκεί να γελάω και να βλέπεις τα μάτια μου φωτισμένα. «Άσε την εικόνα», έτσι μου λες . «Αυτά είναι για τους άλλους. Παράτα τα όλα και έλα να κάνουμε την ανατροπή. Πάρε ένα καρπούζι και απόψε θα πάμε να δούμε τα αστέρια σε μια παραλία και θα δεις που τα δικά μου κουκούτσια θα πάνε πιο μακριά από τα δικά σου και θα σε νικήσω. Η πληρωμή θα είναι ένα φιλί». Τέτοια χαζά μου λες και εγώ σε ερωτεύομαι ένα τσικ παραπάνω. Είσαι τόσο παιδί ρε γαμώτο, έχεις τόση αθωότητα και καλοσύνη μέσα σου που μου ξυπνάς το μητρικό μου ένστικτο. Και ας μην είμαι για γάμους, παιδιά, σκυλιά και ιστορίες με αγρίους.

Με σένα θα δοκίμαζα τα πάντα. Ακόμα και σούσι που το σιχαίνομαι. Αλήθεια ρε! Θα έπαιρνα μια μικρή υδρόγειο, θα σε κάθιζα δίπλα μου με δεμένα μάτια, θα της έδινα μια σπρωξιά και θα σου έλεγα να ακουμπήσεις το δάχτυλό σου. Εκεί που θα σταμάταγε λοιπόν, εκεί ακριβώς, θα ζούσαμε τον έρωτά μας. Μια ιστορία που δεν θα είχε ξαναγραφτεί, δεν θα θύμιζε τις άλλες τις χιλιοειπωμένες , θα ‘χε μόνο περιπέτεια και ταξίδια. Α και γέλια. Μην ξεχνάμε τα γέλια. Και ας μην είχαμε κανέναν με το μέρος μας. Εσένα σε νοιάζει; Γιατί εμένα μου αρκεί να σε έχω δίπλα μου στο επόμενο μου βήμα και ας είναι και για το άγνωστο.

Να είδες τι κάνεις; Αφέθηκα πάλι και λέω τα δικά μου. Ανοίχτηκα λίγο παραπάνω και μου ξεφεύγουν αλήθειες. Έγινα μελό και ας με λες ξινή.

Δεν σου υπόσχομαι ότι θα γελάω όλες τις μέρες, δεν σου υπόσχομαι ότι δεν θα γκρινιάζω, αλίμονο είναι και στη φύση μου, αλλά σου δίνω το λόγο μου ότι τα δικά μου τα κουκούτσια θα φτάνουν πάντα πιο μακριά από τα δικά σου. Και ελπίζω τη πληρωμή να τη θυμάσαι.

 

Συντάκτης: Τζίνα Σακελλαρίου