Δύσκολος και περίεργος ο κόσμος, φάνταζε πάντα, στα μάτια κάποιων από εμάς. Άλλες φορές τρελός κι αλλοπαρμένος, άλλες πολύχρωμος και χαμογελαστός και κάποιες άλλες μας φάνταζε γκρίζος, απόμακρος, κακόβουλος κι απεχθής.

Αναρωτιόμασταν αν ήταν υπαίτια η διάθεση που πιθανότατα την εκάστοτε στιγμή μας διακατείχε ή αν, όντως τελικά, ο κόσμος τούτος, παρά την ομορφιά που η φύση του προσφέρει, έχει το δικαίωμα να χαρακτηριστεί άριστος.

Διότι τον κόσμο δεν τον χαρακτηρίζει ούτε η φύση, μήτε τα φυσικά φαινόμενα, το φως ή το σκοτάδι. Τον κόσμο τον πλάθουν και τον διαμορφώνουν οι άνθρωποι. Αυτοί είναι το σημαντικότερο κομμάτι της ζωής μας και με αυτούς έχουμε, κατά κύριο λόγο, συναναστροφές. Αυτοί είναι που του δίνουν πνοή και χρώμα. Από αυτούς εξαρτάται πώς θα μοιάζει, πώς θα είναι, πώς θα μετατραπεί και πώς θα καταλήξει.

Στην πορεία αυτή που ο κόσμος διαγράφει, κάποιοι σταθήκαμε ανίκανοι να ακολουθήσουμε. Κάποιοι δεν μπορέσαμε να εθελοτυφλούμε στον πόνο και να ανεχτούμε να ζήσουμε δήθεν ορθολογιστικά. Κάποιοι ονειρευτήκαμε έναν κόσμο άλλον, διαφορετικό κι αυτόν προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε.

Είμαστε αυτοί που ορισμένοι, κοιτάζοντάς μας, θα πείτε: «Ασ’ τον αυτόν, ζει στον κόσμο του», καθώς διακατέχεστε τη στιγμή εκείνη από υφάκι υπεροπτικό κι απαξιωτικό. Ναι, ομολογουμένως, ζούμε στον κόσμο μας κι αυτό διότι δεν μπορούμε να ανεχτούμε την κιβδηλεία, την υποκρισία και την απανθρωπιά που διακατέχει τον δικό σας. Βρομάει το ψέμα από παντού κι η συμφεροντολογία έχει γίνει δεύτερη φύση σας.

Πώς να μπορέσουμε να ζήσουμε έτσι; Πώς να επιτρέψουμε στη ματιά μας να θολώσει και πώς να αντικρίσουμε τον συνάνθρωπο που πριν από λίγο πισώπλατα μαχαιρώσαμε, προκειμένου να πετύχουμε ένα σκοπό μας; Μας είναι τόσο αδύνατον να ακολουθήσουμε τον κόσμο σας, όσο αδύνατον είναι και σε εσάς να κατανοήσετε τον δικό μας.

Επιλέγουμε να δημιουργήσουμε τις δικές μας αξίες και να υψώσουμε τα δικά μας ιδανικά. Οι προδιαγεγραμμένες πορείες είναι για τους χασομέρηδες, για τους άτολμους, τους βολεψάκηδες.

Επιλέγουμε να ανοίξουμε μονοπάτια εκ νέου μόνοι μας, να χτίσουμε όνειρα από άμμο, που θα σκορπίσει ο άνεμος και σαν ενοχλητική σκόνη θα καθίσουν στα πνευμόνια κάποιων, προκαλώντας σας δύσπνοια και βήχα. Επιλέγουμε να ρισκάρουμε κι ας αποτύχουμε. Επιλέγουμε να φτάσουμε εκεί που και για εμάς τους ίδιους μοιάζει άγνωστο ακόμη.

Με ήσυχη τη συνείδησή μας δεν κυνηγάμε τη ζωή, ούτε νιώθουμε ότι κι η ίδια μας κατατρέχει. Τα κάνουμε όλα με τον δικό μας μοναδικό τρόπο, στον δικό μας ιδιαίτερο χρόνο. Δε νοιαζόμαστε για τα «πρέπει» σας και σκορπάμε τα «δεν μπορείς» σας, σαν στάχτη στους πέντε ανέμους. Τα καίμε τα λόγια του κόσμου κι η γνώμη των πολλών ηχεί στα αφτιά μας σαν μακρόσυρτος ήχος ερπετών.

Μη μας ψάξετε, δε θα μας αντιληφθείτε. Θα βρισκόμαστε παντού γύρω σας και χαμένοι στο πουθενά των ονείρων μας ταυτόχρονα. Θα μας βρείτε, ίσως, σαν μπείτε ποτέ στον κόπο να χαθείτε ταξιδεύοντας μονάχα με τη σκέψη, καθισμένοι σε μιαν ακρογιαλιά. Θα νιώσετε την αύρα μας στην αντίφαση, τον αντίλογο, τη δράση.

Άλλοτε, θα μας αντικρίσετε σκεφτικούς να χαμογελάμε μόνοι μας κι άλλοτε ίσως να νιώσετε πως είδατε στην άκρη των ματιών μας ένα δάκρυ. Μην απορήσετε, είναι μονάχα οι στιγμές που η κατήφεια του κόσμου σας μας χτυπάει την πόρτα.

Συντάκτης: Κωνσταντίνα Χνάρη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη