Το θαυμαστικό είναι ένα σημείο στίξης. Συνήθως, χρησιμοποιείται για να εκφράσει θαυμασμό, διαταγή, έκπληξη ή κάποιο δυνατό συναίσθημα. Όταν μια πρόταση περιέχει επιφώνημα, το θαυμαστικό μπαίνει στο τέλος της. Για παράδειγμα: Ωχ, ξέχασα το μάτι της κουζίνας ανοιχτό!

Όταν πήγαινα σχολείο η δασκάλα μου έλεγε πως έπρεπε να σταματήσω να βάζω θαυμαστικό σε κάθε πρόταση που γράφω αφού χρησιμοποιείται μόνο σε προτάσεις που δηλώνουν θαυμασμό. Μεγαλώνοντας και συνεχίζοντας να αντιμετωπίζω το ίδιο πρόβλημα συνειδητοποίησα πως δεν είχα θέμα στην κατανόηση των κανόνων χρήσης του θαυμαστικού αλλά πρόβλημα υπέρμετρου ενθουσιασμού(!). Δε χρειάζεται να ξεχάσω το μάτι της κουζίνας ανοιχτό για να βάλω θαυμαστικό, θέλω να βάλω κι όταν το ανάψω αλλά και όταν θα θυμηθώ να το σβήσω!

Τι γίνεται, όμως, όταν ο υπέρμετρος ενθουσιασμός σε εμποδίζει από τον αληθινό ενθουσιασμό; Δεν μπορείς να αξιολογήσεις αν μία κατάσταση είναι πραγματικά άξια ενθουσιασμού ή αν έχεις συνηθίσει να ενθουσιάζεσαι με το παραμικρό. Πώς θα ξέρεις αν η στιγμή είναι ξεχωριστή αφού θα σε κάνει να αισθάνεσαι σαν όλες τις άλλες; Πώς θα ξεχωρίσεις τη φωτιά από την απλή φλόγα αφού θα καίγεσαι με τον ίδιο τρόπο;

Το να ανεβάζεις τα επίπεδα ενθουσιασμού σε τυχαίες καταστάσεις θα μπορούσε να θεωρηθεί δείγμα αισιοδοξίας, όμως, με αυτόν τον τρόπο δεν μπορείς να ζήσεις τις στιγμές που όντως αξίζουν. Μήπως στην προσπάθεια σου να ανεβάσεις το μέσο όρο, κόλλησες σε αυτόν;

Και τι γίνεται όταν το επίκεντρο του ενθουσιασμού μας είναι ένας άνθρωπος; Όταν πιστεύουμε ότι ερωτευόμαστε δηλαδή. Ο έρωτας κι ο ενθουσιασμός έχουν άμεση σχέση. Ο έρωτας φέρνει ενθουσιασμό. Ο ενθουσιασμός, όμως, φέρνει έρωτα; Ενθουσιαζόμαστε πολύ. Ερωτευόμαστε συχνά ή δεν είμαστε ικανοί να ερωτευτούμε καν;

Εμάς τους ενθουσιώδεις οι άνθρωποι μας κερδίζουν εύκολα. Κάτι θα βρούμε πάνω τους –σίγουρα–  που θα μας κερδίσει, το πρόβλημα είναι, όμως, ότι θα μείνουμε μόνο σε αυτό. Μπορεί να είναι εμφάνιση, χιούμορ ή απλά το βλέμμα, είναι όμως αρκετό για να μας κάνει να αγνοήσουμε όλα τα υπόλοιπα. Το πυροτέχνημα της επιφάνειας, όμως, δεν κρύβει απαραίτητα και ουσία. Εξάλλου, πώς μπορούμε να δούμε τα αρνητικά σε κάποιον αφού έχουμε συνηθίσει να κοιτάμε μόνο τα θετικά;

«Ερωτευόμαστε» εικονικούς ανθρώπους. Δεν ερωτευόμαστε αυτόν που έχουμε απέναντι μας αλλά κάποιον που έχουμε δημιουργήσει με τη φαντασία μας, κρατώντας σταθερό το χαρακτηριστικό που μας άρεσε. Τώρα που το σκέφτομαι, δεν ερωτευόμαστε καθόλου. Δε δίνουμε στον εαυτό μας την ευκαιρία να γνωρίσουμε κάποιον αφού μέσα μας τον έχουμε ήδη γνωρίσει – επαναδιατύπωση: έχουμε γνωρίσει αυτόν που θα θέλαμε να γνωρίσουμε. Μέσα μας δηλώνουμε ερωτευμένοι με κάποιο φανταστικό πρόσωπο, αν δεν ξεπεράσουμε αυτό πώς μπορούμε να ερωτευτούμε κάποιο υπαρκτό;

Τελικά όλο αυτό περί ενθουσιασμού μπορεί να είναι απλά μία άμυνα, ένας τρόπος να προστατεύουμε τον εαυτό μας από τη σκληρή πραγματικότητα. Είναι ο τρόπος μας να βλέπουμε τον κόσμο πιο όμορφο, μήπως τον παραβλέπουμε, όμως, όμορφο; Πείθουμε τον εαυτό μας ότι αυτό που βλέπουμε είναι αυτό που θέλουμε.

Αν προσαρμόζαμε αυτό που θέλουμε σε αυτό που βλέπουμε θα ήμασταν απλά άβουλοι, τώρα όμως που προσαρμόζουμε αυτό που βλέπουμε σε αυτό που θέλουμε, γινόμαστε ουτοπιστές. Έτσι πιστεύουμε ότι είμαστε πιο χαρούμενοι, πιο πλήρεις και πιο δυνατοί. Είμαστε όμως πραγματικά; Σύμφωνα με την ιουδαϊκή διδασκαλία, εκείνος που ενθουσιάζεται από μικροπράγματα, μπορεί να στενοχωρηθεί από κάθε ασήμαντο γεγονός. Για να μην πέσεις απότομα, η μόνη λύση είναι να μην ανέβεις καν.

 

Συντάκτης: Δώρα Αναστασίου