– Έλα ρε μωρό, τελείωνε αρχίζει.

– Τώρα έρχομαι.

Το «μωρό» ήταν ο Βασίλης, σαραντάρης πανύψηλος και χοντρούλης. Μεγαλοστέλεχος διαφημιστικής εταιρείας και τελείωνε το σιδέρωμα στο αυριανό του πουκάμισο. Αυτός που τον φώναζε ήταν ο Δημήτρης, ο σύντροφός του. Γύρω στα τριάντα πέντε, υδραυλικός, είχε ετοιμάσει το τραπέζι με μπίρες και τυροπιτοειδή για να δουν τον αγώνα.

Ολυμπιακός ο Βασίλης, Παναθηναϊκός ο Δημήτρης και πάντα όταν έπαιζαν μαζί οι ομάδες τους γινόταν χαμός στο σπίτι. Αλίμονο σ’ εκείνον που έχανε η ομάδα του, το κράξιμο έπεφτε σύννεφο μετά. Και σχεδόν πάντα γινόταν τρικούβερτος καυγάς. Μέχρι να φτάσουν στο κρεβάτι. Μια άτυπη συμφωνία υπήρχε: ο χαμένος μπορούσε να κάνει τον άλλον ό,τι ήθελε, έτσι για να εκτονωθεί. Τα φιλιά και οι αγκαλιές που ακολουθούσαν έλιωναν κάθε θυμό. Τρελά ερωτευμένοι γνωρίστηκαν τυχαία πριν δώδεκα χρόνια κι από τότε ζουν μαζί.

Δύσκολα ήταν πολύ, στην αρχή. Το ν’ αποφασίσουν δυο άντρες να ζήσουν μαζί σημαίνει ένα διαρκή πόλεμο απέναντι σε μια σιωπηρή μεν, αλλά συνεχώς παρεμβατική κοινωνία. Μια κοινωνία που αν κάποιος ξέφευγε από αυτό που εκείνοι θεωρούσαν σωστό, γινόταν επιθετική.

Ακόμα και οι κοινοί φίλοι σε απομονώνουν τον πρώτο καιρό. Τους είναι δύσκολο να δεχτούν πως είσαι ζευγάρι μ’ έναν άντρα. Πώς να σε καλέσουν για διακοπές μαζί τους, τι να πουν στους συγγενείς τους όταν έπρεπε να τους  επισκεφτεί το ζευγάρι σε μια γιορτή, πώς να δεχτούν κάτι τόσο προχωρημένο για τα μυαλά τους;

Η έννοια της οικογένειας είναι πολύ ρευστή. Εξαρτάται και διαμορφώνεται ανάλογα με το πού ζει κανείς και σε ποια εποχή.

Σκεφτείτε δυο δεκαετίες πριν τη θέση της γυναίκας που τη χώριζε ο άντρας της. Τη ζωντοχήρα. Απομονωμένη από την κοινωνία και σχεδόν κανείς δεν την έβαζε σπίτι της. Ήταν ένας κίνδυνος, μια ντροπή για την κοινωνία. Πόσο μάλλον αν είχε και παιδί να μεγαλώσει. Ή ακόμα χειρότερα μια χήρα. Μέχρι που αναγνωρίστηκαν οι μονογονεϊκές οικογένειες και τα παιδιά τους και οι ίδιες ησύχασαν.

Μέχρι επίσης να μπει η γυναίκα στην αγορά εργασίας, επειδή ο άντρας έφερνε την τροφή στο σπίτι ήταν και ο αφέντης. Ο λόγος του ήταν νόμος. Από τότε που εργάστηκε και η γυναίκα, έχασε αυτόν το ρόλο.

Ο Δημήτρης κι ο Βασίλης ένιωθαν πως είχαν την οικογένειά τους. Με το σπίτι τους, τ’ αυτοκίνητό τους, τους φίλους τους κι όλα όσα θα έκανε ένα ετερόφυλο ζευγάρι.

Αν διαβάζετε το pillowfights θα έχετε δει όλες τις μορφές σχέσεων μεταξύ ενός αρσενικού κι ενός θηλυκού. Θα έχετε διαβάσει για έρωτες δυνατούς, ρομαντικούς, τρυφερούς, βίαιους. Θα έχετε διαβάσει για τον πόνο του χωρισμού, για απιστίες, για διάφορα σχήματα σχέσεων, για μονογαμικές ή ελεύθερες σχέσεις, για σχέσεις με διαφορά ηλικίας, για σχέσεις από απόσταση, για κρυφές σχέσεις και όποια άλλη μορφή αγάπης – μίσους – διαμάχης μπορείτε να σκεφτείτε.

Αν στο σχήμα άντρας με γυναίκα, βάλετε άντρας με άντρα ή γυναίκα με γυναίκα θα έχετε τα ίδια άρθρα μπροστά σας. Χωρίς καμιά διαφορά. Το πάθος και ο έρωτας δεν έχουν φύλο. Η κοινωνία προσδιορίζει το ποιος ή ποια και με ποιο τρόπο μπορεί να ερωτευτεί ή όχι. Μα τα σώματα άλλα αποφασίζουν.

Αυτό είναι και η μόνη διαφορά μεταξύ των ομόφυλων και των ετερόφυλων ζευγαριών. Το περιβάλλον, οι κοινωνικές συνθήκες.

Σκεφτείτε πως πριν δυο δεκαετίες θα ήταν αδιανόητο ένα σύμφωνο συμβίωσης ή ένας γάμος μεταξύ δυο ομόφυλων. Σε λίγο κάτι τέτοιο θα είναι νόμος του κράτους.

Ένα ζευγάρι αντρών ή γυναικών που ζουν για πολλά χρόνια μαζί, δημιουργούν την οικογένειά τους, την περιουσία τους και τη ζωή τους ολόκληρη.

Τώρα θα έχουν την αξιοπρέπεια όλα όσα θα δημιουργήσουν να μπορούν να τα κληρονομήσουν όπου θέλουν και όχι να τα δικαιούται μόνο ο εξ’ αίματος συγγενής. Θα ορίσει το ζευγάρι ποιος θα είναι ο κληρονόμος.

Μετά το τέλος λοιπόν του αγώνα, που ευτυχώς ήταν ισόπαλος, ο Δημήτρης το είχε οργανώσει κρυφά και απροειδοποίητα έκανε πρόταση επίσημης συμβίωσης στο Βασίλη.

Δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια του Βασίλη, δάκρυα αντρίκιας χαράς και δικαίωσης μετά από τόσα χρόνια. Μισή ώρα ήταν αγκαλιασμένοι, ακούγοντας ο ένας τους χτύπους της καρδιάς του άλλου.

Ξημέρωμα τους πήρε ο ύπνος αγκαλιά τόσο δυνατή, που τους δυσκόλευε στην αναπνοή. Μα κανείς δεν απομακρυνόταν. Ήταν η ιερή τους νύχτα, η νύχτα που θα καθόριζε το μέλλον τους.

Μετά από τόσο πόλεμο που δέχτηκαν και από τους γονείς τους ακόμα, ήρθε η ώρα να απολαύσουν τους κόπους μιας τόσο άνισης μάχης. Και τα κατάφεραν.

Οι έννοιες του συντρόφου, συνοδοιπόρου, συζύγου, η έννοια «μαζί» απέκτησαν νομική και κοινωνική αποδοχή.

Όχι που τους ένοιαζε και τόσο πολύ, δυνατές ψυχές και οι δυο τους, αλλά όταν ένα ζευγάρι δέχεται διαρκείς πιέσεις από το περιβάλλον για οποιοδήποτε λόγο, αυτή η πίεση πολλές φορές μεταφέρεται και στη σχέση και τη δηλητηριάζει. Το μοναδικό αντίδοτο είναι ο έρωτας. Η αλληλοκατανόηση. Η εμπιστοσύνη και η ειλικρίνεια. Διέθεταν και οι δυο τους πολύ απ’ όλα αυτά και κατάφεραν να δημιουργήσουν μια τεράστια ασπίδα προστασίας για ν’ απολαύσουν την αγάπη τους.

Όποιος τολμούσε να πειράξει τον έναν ή τον άλλον, όποιος τολμούσε να πει κακιά κουβέντα όλα αυτά τα χρόνια, αυτόματα ήταν εχθρός και των δυο. Κι αλίμονό του. Το προσπάθησαν πολλοί, αλλά απέτυχαν.

Οι μοναδικές διαφορές που υπήρχαν σ’ έναν τόσο δυνατό έρωτα ήταν πάντα απ’ έξω, από τους άλλους. Τα δικά τους τα έβρισκαν, όπως κάθε ζευγάρι και ας γινόταν έξαλλος ο Βασίλης που ποτέ δεν κατέβαζε το καπάκι της τουαλέτας ο Δημήτρης. Φώναζε, αλλά τον γλυκομάλωνε, λίγο να τον έβλεπε να στενοχωριέται, έλιωνε και τον αγκάλιαζε με στοργή και την υπόσχεσή του πως δεν θα ξαναγίνει.

Το φιλί που αντάλλαξαν φεύγοντας το πρωί πίσω από την εξώπορτα τους ζάλισε.

Μια άλλη ζωή ξεκινούσε, πιο όμορφη, πιο δική τους.

Συντάκτης: Γιώργος Γλαύκος