Η έκφραση των συναισθημάτων μας είναι κάτι πολύ προσωπικό. Ο τρόπος με τον οποίο διαλέγουμε να το κάνουμε δεν είναι ποτέ ίδιος από άτομο σε άτομο. Μπορεί να βρεις κάποιον να εκφράζεται δημιουργικά και να γράφει στίχους για ένα τραγούδι -ας πούμε- για να εκτονώσει αυτό το συναισθηματικό βάρος που έχει μέσα του ή να δεις κάποιον απλώς να ψάχνει ανθρώπους να μιλήσει για να γαληνεύει το είναι του. Άλλος χορεύει, άλλος ζωγραφίζει, άλλος πάλι τραγουδάει. Όπως και να ‘χει, το να μοιραστούμε τα ντέρτια μας -σοβαρά ή μη- και τους προβληματισμούς που έχουμε είναι βασική ανάγκη κι έτσι πρέπει να αντιμετωπίζεται.

Ωστόσο, τι γίνεται όταν κάποιο τρίτο άτομο φοβάται τον τρόπο έκφρασής μας; Οι γραφιάδες της παρέας ίσως ταυτιστείτε. Μιλάμε για κάτι πολύ γνώριμο αυτή τη στιγμή: το να φοβάται κάποιος δικός σου ότι θα τον εκθέσεις, με τον τρόπο που επιλέγεις να εκφράζεσαι. Το γράψιμο είναι μια τέχνη που δεν μπορείς να κρύψεις τα συναισθήματά σου. Όταν ενώνονται οι λέξεις η μία δίπλα στην άλλη ξεκινάει ένας εσωτερικός χείμαρρος και μπορεί να παρασύρει μαζί του όλα τα παράπλευρα στον γράφοντα δεδομένα. Όποιος είναι στον κύκλο σου, αποτελεί και μια πιθανή πηγή έμπνευσης. Δεν είναι πάντα η κάθαρση το πολυπόθητο αποτέλεσμα, αλλά η καταγραφή και η ανάλυση- να δημιουργείς δηλαδή ερωτήσεις κι απαντήσεις για όσα ζεις. Εσύ κι οι γύρω σου.

Κι εκεί πάνω στη δημιουργία, τον γοητευτικό της οίστρο και την ανακούφιση, έρχονται τα φρένα. Γιατί η μαμά που μια ζωή έμαθε να είναι στο χωριό, να μην εξωτερικεύεται και να εκφράζεται σπάνια -κυρίως με νεύρα, αφού όλα αυτά που μαζεύονται μέσα της τόσα χρόνια έχουν αρχίσει να την πνίγουν- δεν μπορεί να δεχτεί ούτε τα κακώς κείμενα, ούτε ότι μπορεί να βγουν τα άπλυτα της οικογένειας στη φόρα. Έτσι αρχίζει το βδελυρό πατρονάρισμα πάντα με τη μορφή καλοκάγαθης συμβουλής.

Και ξεκινάει τα: «Τι θα πει ο κόσμος ρε πουλάκι μου άμα διαβάσει αυτά που γράφεις; Τι γνώμη θα σχηματίσει για σένα, για μένα, για το ποιόν μας ως οικογένεια;» Το θέμα είναι πως χέστηκα για τον κόσμο και τη μικροαστική του γνώμη. Στο κάθε γιατί η απάντηση είναι πάντα μία και σπουδαία: «γιατί αυτό με ανακουφίζει».

Βέβαια δεν είναι μόνο η κύρια του χωριού, της πόλης, του βουνού, της θάλασσας που προσδιορίζεται ως μάνα, που βάζει τα φρένα. Φρένο μπορεί να γίνει κάθε αγαπημένο μας άτομο. Δεν το κάνουν από κακία, απλώς το να μην εκτεθούν μέσα από τα γραπτά μας είναι πιο σημαντικό γι’ αυτούς από το να αποτυπωθούν στο χαρτί στιγμές της σχέσης. Και ναι, εκεί γίνεται ζημιά. Με το να έχεις έναν τρόπο να εκφραστείς, να αποτυπώσεις ένα περιστατικό -το οποίο μπορεί να είναι και προϊόν μυθοπλασίας ως έναν βαθμό- και το άλλο άτομο φοβάται ότι το εκθέτεις, αυτόματα αυθυποβάλλεσαι σε μια διαδικασία αυτολογοκρισίας κι αυτοπεριορισμού. Και πώς να έρθει κι εκείνη η έρμη η ψυχική ανάταση και η ανακούφιση που κάθε άνθρωπος αναζητά όταν στην προσπάθειά του να εξωτερικευτεί φιμώνεται;

Το πρόβλημα γι’ αυτούς είναι το παράθυρο της ιδιωτικότητας που ανοίγει. Όταν γράφεις, δεν μπορείς να κρυφτείς. Δεν έχεις κάποιον απ’ τον οποίο ψάχνεις να κρυφτείς. Είσαι εσύ, το χαρτί και η πένα σου. Και τότε το μυαλό ανοίγει και ξεκινάει εκείνος ο χείμαρρος που είπαμε στην αρχή. Ό,τι κι αν γράφεις εκείνη την ώρα αποτυπώνει τον ψυχισμό σου. Ακόμα και μια ιστορία φανταστικών ηρώων να γράφεις, οι δικές σου σκέψεις και προβληματισμοί για τη ζωή θα βγουν, τα πρόσωπα των αγαπημένων σου θα είναι τα στοιχεία των χαρακτήρων των ηρώων.

Είμαστε κατά κάποιο τρόπο το αντίθετο των ηθοποιών. Εκείνοι βάζουν το ωραίο τους πρόσωπο, την κινησιολογία κι εκτίθενται στον κόσμο με τρόπο που να μη φαίνονται οι δικές τους σκέψεις -αφού πλέον υποδύονται έναν ρόλο- κι από την άλλη οι γραφιάδες, που δεν εκτίθενται στο κοινό με τη φυσική τους παρουσία, τα δίνουν όλα με τις σκέψεις τους. Όπως και να το κάνεις, όταν πας για την έκθεση και τα δίνεις όλα, πάντα κάποιος θα δυσαρεστηθεί. Αν αυτός ο κάποιος είναι αγαπημένο άτομο, τότε μάλλον πρέπει να μάθει να αποδέχεται κι αυτή σου την πλευρά, αν δε θέλει να σου κάνει με τον τρόπο του κακό δημιουργώντας ανασφάλειες και τύψεις. Γιατί να το ξέρετε, όσοι γράφουμε, πάντα θα κλέβουμε στιγμές, ακόμη κι από τον περιπτερά που είδαμε μια φορά. Κι αυτό δε θα αλλάξει.

 

Υ.Γ.: Να θυμάσαι, αν θες να είσαι καλά με τον εαυτό σου, να μην κάνεις καμία έκπτωση στον τρόπο έκφρασής σου!

Συντάκτης: Αντώνης Ανδρόνικος
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου