Οι περισσότεροι από εμάς χωριζόμαστε σε παρελθοντολάγνους και μελλοντολάγνους, είτε επειδή το μεν μας συγκινεί, είτε επειδή το δε μας εξιτάρει. Δύσκολο να βρεις άνθρωπο να θεωρεί τη χρονική περιόδο που του έλαχε να ζήσει μια εποχή εξέχουσας σημασίας. Κι όμως στον τομέα -τουλάχιστον- της επικοινωνίας, τα χρόνια που διανύουμε έφεραν και θα φέρουν κυριολεκτικά κοσμοϊστορικές αλλαγές. Απλώς δεν έχω καταλήξει ακόμα για το τελικό αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών κι υποψιάζομαι ότι ούτε στο φινάλε του κειμένου θα ‘χω καταλήξει.

Είμαστε η γενιά του ιντερνέτ κι εκείνων όσων προηγήθηκαν ώστε η μεταφορά της πληροφορίας να γίνει όντως ένα κλικ για τον καθένα μας, ένα scroll του μισού δευτερολέπτου. Η γενιά της ευκολίας αλλά παράλληλα κι εκείνη της επιφάνειας. Εν αρχή ήταν τα 3260 που κρύβαμε κάτω από παπλώματα στα early 00’s και ξοδεύαμε αβέρτα τα ευρά μας σε δεκάδες -ενίοτε κι εκατοντάδες- sms ανά μέρα, αφενός γιατί η κρίση δε μας είχε χτυπήσει ακόμα την πόρτα κι αφετέρου γιατί βιώναμε μια τεχνολογική έκσταση όλοι μας. Αμιδρά αλλά και χαρακτηριστικά θυμάμαι ακόμη ορισμένους που κότσαραν το κινητό στο αυτί και προσποιούνταν ότι συνομιλούσαν, ενώ στην πραγματικότητα μονολογούσαν. Ήταν όμως μεγάλη υπόθεση να διανύσεις το δρόμο που περνάει έξω απ’ τις καφετέριες και να επιδεικνύεις το νέο απόκτημά σου. Ευτυχώς ή δυστυχώς (σας είπα δεν έχω καταλήξει), τα κινητά έγιναν τόσο αναγκαία σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, που τουλάχιστον τέτοια τραγελαφικά συμβάντα έπαψαν σχετικά γρήγορα να συμβαίνουν.

Με την καθίδρυση των smartphone κάποια χρόνια αργότερα και κυρίως με την επανάσταση που έφερε το instant messaging αρχίσαμε όλοι να πληκτρολογούμε οσάν υστερικοί. Είτε οι συνομιλίες αφορούσαν σε τυπικά ζητήματα της καθημερινότητας όπως την οργάνωση μιας συνάντησης, είτε ερωτοτροπούσαμε, διαφωνούσαμε, αναλύαμε ή φιλοσοφούσαμε, σταδιακά εκπαιδευτήκαμε να το κάνουμε μέσα σε τετράγωνα λιγοστών pixel. Αρκεί ν’ αναρωτηθεί ο καθένας από εμάς πόσο χρόνο αφιερώνει καθημερινά online στο messenger και πόσο όντως συνδιαλέγεται τετ α τετ. Η κύρια διαφορά όμως γραπτού και προφορικού λόγου έγκειται στο χρόνο ανταπόκρισης. Όταν κάποιος στέκεται απέναντί σου και περιμένει μια απάντηση ή μια πάσα για να συνεχιστεί η συζήτηση με τρόπο γόνιμο και παραγωγικό, δεν έχεις το χρόνο να σκεφτείς δεκαπέντε φορές την απάντησή σου, να σβήσεις, να ξαναγράψεις, να αλλάξεις tab στον browser για ν’ ακούσεις ένα τραγουδάκι, ν’ ανάψεις ένα τσιγάρο κι εν τέλει μετά από κάποια λεπτά κι έχοντας φιλτράρει τις όποιες πληροφορίες επαρκώς ν’ απαντήσεις κάτι που ναι μεν σε μεγάλο βαθμό θα σε ικανοποιεί μιας κι είχες το χρόνο να το επεξεργαστείς, αλλά επί της ουσίας πόσο αυθόρμητο εν τέλει θα είναι; Πόσο ειλικρινές; Παράγοντες όπως η γλώσσα του σώματος κι οι εκφράσεις του προσώπου πέρασαν σε τόσο δεύτερη μοίρα, ώστε ακόμα και στις μη ψηφιακές επικοινωνίες μας, μάθαμε να τους περνάμε στα ψιλά, να μην μπορούμε καν να τους αποκωδικοποιήσουμε. Εν τέλει από προνομιούχοι, αναρωτιέμαι συχνά, μήπως γίναμε πάσχοντες. Πάσχοντες από έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνίας και κυρίως πιο μόνοι.

Κρίσεις άγχους και πανικού, υπερυπνίες κι αϋπνίες, εξαρτήσεις, εμμονές, καταθλίψεις, ένας χαμός από σύνδρομα που ξεπηδάνε σαν μανιτάρια. Απομόνωση κι εσωστρέφεια ακόμη και για όσους φαντάζουν οι πλέον εξωστρεφείς. Κι όλα αυτά απλώς γιατί οι άνθρωποι πλέον δε μιλάμε! Η ψυχοθεραπεία από ταμπού για τους πιο συντηρητικούς ή πολυτέλεια για τους πιο υπολογιστικούς, τα τελευταία χρόνια δείχνει να αποτελεί αναγκαιότητα για όλους. Ίσως γιατί στοχεύει ακριβώς στη ρίζα αυτού του νέου προβλήματος. Κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίας δεν μπορείς να υπεκφύγεις μια ερώτηση, ν’ αλλάξεις απλώς κουβέντα, να αστειευτείς, να γλυτώσεις τον εαυτό σου απ’ το απαραίτητο σκάλισμα που πρέπει πού και πού να του κάνεις. Αλλά ακόμη κι αν μπορεις, ακόμη κι αν ο θεραπευτής ακολουθεί μια οδό πιο χαλαρή κι εναλλακτική, κάτι θα σου μείνει για homework. Ίσως αυτό βέβαια να είναι και το πιο τρομακτικό. Θα μπεις σε μια διαδικασία «διαλογισμού» θες δε θες. Θα επικοινωνήσεις κι αυτή η επικοινωνία στο τέλος θα ‘χει διπλό όφελος και διπλή κατεύθυνση.

Με κίνδυνο ν’ ακουστώ υπερβολική, μεγαλώνοντας καταλήγω στο ότι η ψυχοθεραπεία θα ‘πρεπε να αποκτήσει υποχρεωτικό χαρακτήρα για όλους, ακόμη κι απ’ τα πρώιμα σχολικά μας έτη. Να θεσπιστεί νομοθετικά μια διάταξη ώστε απ’ το δημοτικό κιόλας η εβδομαδιαία παρακολούθηση από ψυχοθεραπευτή/ψυχίατρο/ψυχολόγο/βάλτε όποια λέξη σας ταιριάζει, να είναι ο κανόνας. Εκεί ανάμεσα σε γεωγραφίες κι εξισώσεις να αφιερώνεται μια ώρα, -τι ψυχή έχει μια ώρα;- για να ανακαλύψουμε εμάς. Κι αυτή η ανακάλυψη, που θα ‘πρεπε να συνεχίζεται εφ’ όρου ζωής, είναι ίσως η σπουδαιότερη διδαχή που θα κληθεί ο καθένας μας να λάβει. Καθυστερώντας την επ ‘αόριστον και πολλές φορές ακυρώνοντάς την εντελώς πέφτουμε απλώς σ’ επαναλαμβανόμενα μοτίβα των αρχικών σχέσεων που δημιουργήσαμε. Ο απογαλακτισμός άργησε μια ζωή.

Είμαστε όντα κοινωνικά, έχουμε φτιαχτεί για να ζούμε μαζί, για να συνδιαλεγόμαστε και να εξελισσόμαστε μαζί. Ο καθένας όμως κουβαλάει και το προσωπικό του βάρος. Ένα βάρος που ανακυκλώνει, μεταφέρει, αφήνει να διαιωνίζεται εις τους αιώνας των αιώνων. Όσο σχετιζόμαστε χωρίς παράλληλα να γνωριζόμαστε (και με τον εαυτό μας και με τους άλλους), το βάρος όχι μόνο δε φεύγει, αλλά γιγαντώνεται. Γιατί εκεί μπαίνει στο παιχνίδι κι εκείνο των άλλων. Με απλά λόγια, δεν είναι κολλητική μόνο η γρίπη και συμπτώματα δεν είναι μόνο τα εμφανή σωματικά.

Δύσκολα θα βρεις θεραπευτή να χρησιμοποιεί όρους όπως«φυσιολογικό», «υγιές», κοκ. Γιατί όντως δεν υφίσταται η φυσιολογικότητα σ’ ένα κόσμο γεμάτο με παντελώς ανόμοιες μεταξύ τους οντότητες. Προσωπικά προτιμώ τη λέξη «αρμονία». Κατά πόσο μπορούν να εναρμονιστούν τα βάρη μας και μετά από δουλειά να γίνουν ελαφρά σαν πούπουλα. Αν όμως ψάχνουμε για εύκολες λύσεις, για από μηχανής σωτήρες και ως δια μαγείας ανακουφίσεις, λυπάμαι ειλικρινά το χρόνο που θα φάμε για να τ’ αναζητάμε έξω αντί για μέσα. Ένας αγώνας άνισος χωρίς αποτέλεσμα, αφενός διότι ουδείς μπορεί ν’ αντέξει ένα τέτοιο φορτίο κι αφετέρου γιατί ακόμη κι αν άντεχε δεν είναι εκείνος που κρατάει τις απαντήσεις. Η παυσίπονη δράση θα ήταν περιορισμένη και σύντομα θα επιστρέφαμε στο ίδιο σημείο ακριβώς.

Κοιτάω γύρω μου και μου φαινόμαστε όλοι κουρασμένοι. Κουρασμένοι 20αρηδες, 30αρηδες και 40αρηδες που τα βρήκαμε εύκολα κι όμως ξεφυσάμε στην κάθε ανηφόρα. Βαριεστημένοι, τυπικοί, δέσμιοι του βάρους μας. Δορυφόροι των άλλων, δορυφόροι δικοί μας κι εκείνοι. Χεσμένοι επάνω μας, τρέμουμε στην κάθε ανακάλυψη που ίσως μας διαταράξει, βάλε για ύπνο την ανησυχία και το βλέπεις άλλη στιγμή το θέμα. Κι αυτή η άλλη στιγμή παίρνει τη μια παράταση μετά την άλλη.

Παράλληλα βαράνε γκλιν στα μέσεντζερ. Κάτι έξυπνο μπορείς να πεις; Ξέρεις να τρολάρεις; Πόσο ακαταμάχητη μπορείς να δείξεις; Πόσο χιουμορίστας; Ποια ταινία είδες τελευταία; Ποια η γνώμη σου για το survivor; Πού θα πας την Πρωτομαγιά; Είδες το νέο ipad; Με πόσες πηδήχτηκες πέρυσι το καλοκαίρι; Τελικά σου τηλεφώνησε το γκομενάκι; Τι θα φάμε ρε απόψε;

Δε βαριέσαι; Κι αύριο μέρα είναι. Κοιμήσου.

Συντάκτης: Κατερίνα Κεχαγιά