Χωρίς καμία συνειρμική συνοχή σαν να ‘χουμε μόλις πιει ένα περιποιημένο τσιγάρο σκύβεις και με ρωτάς τι αρρωσταίνει τους ανθρώπους. Ερωτήσεις πολυτελείας καθώς απλήρωτοι λογαριασμοί μαζεύονται στο τραπέζι, καθώς ένας πελάτης περιμένει ήδη 3 μέρες απάντηση στο email του, καθώς οι μήνες περνούν και οι μεγαλεπήβολοι στόχοι που θα υποσχέθηκαν πως θα φέρουν το boost στην αυτοεκτίμηση παίρνουν κι άλλη παράταση.

Φιλοσοφούμε, ή πλανόμαστε πως το κάνουμε κι ενοχικά υποψιαζόμαστε ότι ίσως είμαστε γραφικοί αιθεροβάμονες. Θρασείς. Τυχοδιώκτες. Για λίγα λεπτά νιώθουμε τα σώματά μας να αιωρούνται λίγα εκατοστά πάνω απ’ το έδαφος – μια απογείωση που μοιάζει με υπόκλιση στη θνητότητα κι όχι τη συνήθη μεγαλομανία μας.

Κοίτα. Παντού κι ένας αντιπερισπασμός: Εμπορικά κέντρα, μπέργκερ, τσόντες, ειδοποιήσεις, ποτά, οπαδικά-κομματικά, προαγωγή, η κουζίνα θέλει βάψιμο, τζόγος, ασπιρίνες κι ηρεμιστικά, ανέξοδα γαμήσια, νέο αυτοκίνητο, ιδιόκτητο διαμέρισμα, ρούχα καλοσιδερωμένα, ψάξε για ικανοποίηση.

Μοιάζουν τυχαίες λέξεις σε σειρά μα δεν είναι. Είναι όλα αυτά που μας αρρωσταίνουν χωρίς να φταίνε εκείνα. Εμείς τα διαλέγουμε για να μας μολύνουν. Χρήσεις καθημερινές, χρήσεις σαν πλύσεις με αντισηπτικό – όλα τα εργαλεία στη διάθεσή μας, αρκεί να μην αναρωτηθούμε.

Η απίθανη εξωπραγματική ευρηματικότητα του τεμπέλη, του αδαούς ή του φοβισμένου. Λίγο-πολύ όλων μας δηλαδή. Που μπροστά στον τρόμο της αναζήτησης νοήματος κάπου μέσα, σκοτεινά όπου ενδεχομένως συναντήσουμε μούχλα κι υγρασία, θα προτιμήσουμε να μεταφέρουμε την αναζήτηση νοήματος κάπου έξω: Σε κάτι φαντεζί ή που έστω θα προσποιείται ότι είναι, σε κάτι φτηνό που να μοιάζει ακριβό, σε κάτι καθησυχαστικό και ταυτοχρόνως αρκούντως πονηρό ώστε όντως να πεισθούμε ότι το νόημα είναι κάτι που σε βρίσκει και δεν το βρίσκεις – και που αρκεί να ‘χεις τη διορατικότητα να το διακρίνεις ή το πορτοφόλι για να το αγοράσεις. Τα παραμύθια των μεγάλων για να μπορούν να κοιμηθούν. Ασύλληπτο το πλήθος που κοιμάται και ξυπνά με αυτές τις απατεωνιές.

Όσο πιο ευχάριστο όμως το ψέμα, τόσο και το αναζητάς. Ακόμη ένα δερμάτινο μπουφάν, 150 νέοι followers σε μια βδομάδα, εισιτήριο διαρκείας για τον Ολυμπιακό – το τζάνκι ψάχνει τη δόση του στον πάτο του νεροχύτη. Σκοπός του αντιπερισπασμού δεν είναι μόνο να προσφέρει μια -έστω και προσωρινή- ικανοποίηση κι αίσθηση ευφορίας, πιο πολύ στοχεύει να κερδίσει στη σύγκριση, την όποια σύγκριση, με τον οποιοδήποτε άλλον. Κι εκεί είναι που ξεκινά η ίντριγκα.

Υπάρχουν, ναι, διαβαθμίσεις. Απ’ το “άκακο” κουτσομπολιό για να περάσει η ώρα και να αυτοχαϊδευτει ο αφηγητής, μέχρι την ενορχήστρωση μιας καλοσχεδιασμένης και λεπτομερούς πλεκτάνης, υπάρχει απόσταση κι υπάρχει κι απόκλιση σε κίνητρα και προθέσεις. Υπάρχει όμως πάντα κι ένας κοινός παρανομαστής, που μοιράζονται τόσο οι κουτσομπόληδες της διπλανής πόρτας όσο και τα καθάρματα: Η δημιουργία αρνητικών εντυπώσεων εις βάρος άλλων – γιατί έτσι θα κερδίσουν στην αγωνιώδη σύγκριση, γιατί θα εκδικηθούν, γιατί θα ‘ρθουν κάπου να καλύψουν ένα έλλειμα, μια ντροπή ανομολόγητη που ‘χει κουκουλωθεί.

Στην πρόσφατη ιστορία με τον γνωστό τηλεπαρουσιαστή και το ερωτικό βίντεο που διακίνησε στο διαδίκτυο, τείνουμε να χρησιμοποιούμε τον όρο revenge porn. Η εκδίκηση εδώ όμως δεν είναι παρά η φλούδα των κινήτρων – το ζουμί βρίσκεται στην απόλαυση που λαμβάνει ο θύτης. Μπορεί αρχικά να παρακινήθηκε από οργή και να σκέφτηκε πως έτσι λειτουργεί τιμωρητικά, στο βάθος όμως η ικανοποίηση δεν ήρθε απ’ την εκδίκηση – όπως δεν έρχεται και ποτέ απ’ την εκδίκηση. Η ικανοποίηση ήρθε μέσα απ’ τη φαντασίωση ότι οι θεατές του βίντεο θα ένιωθαν ερεθισμένοι βλέποντάς το. Επαληθευτές και τροφοί της ικανοποίησης δεν ήταν παρά το φιλοθεάμων κοινό. Τ’ ότι παράλληλα, όπως φανταζόταν, θα δημιουργούσε αρνητικές εντυπώσεις για την παρτενέρ του -και θετικές όπως θα φανταζόταν για τον ίδιο- ήρθε απλώς σαν κερασάκι στην τούρτα.

Κάπου κάπου όλοι γινόμαστε σκηνοθέτες της ζωής μας. Είναι ο τρόπος μας να ορίσουμε ένα πλαίσιο, κάπου που θα μπορούμε να κινηθούμε με μια κάποια προβλεψιμότητα. Σκηνοθετούμε για να μπορούμε να κατανοήσουμε τι μας συμβαίνει και κάπως άγαρμπα ισορροπούμε ανάμεσα σ’ όλους τους ρόλους και τις αποχρώσεις μας. Όσο καλύτερος σκηνοθέτης νιώθει κάποιος τόσο δυσκολότερα αντιστέκεται και στην ηδονή να σκηνοθετήσει και τους άλλους – ή έστω να τους βάλει να παίξουν αναμεταξύ τους εν αγνοία τους.

“Κι αν είναι η ίντριγκα το αντίθετο του νοήματος;”

“Μάλλον το αντίθετο του νοήματος είναι τα κλαμπ με την δυνατή μουσική. Την τόσο εκκωφαντική ώστε να ‘σαι απόλυτα σίγουρος ότι δεν πρόκειται να ακούσεις ούτε τους άλλους, ούτε τον εαυτό σου. Τόσο ασφυκτικά γεμάτα ώστε να νιώθεις μέρος ενός συνόλου, να πείθεσαι ότι το νόημα είναι στο πλήθος. Τόσο όμοιοι όταν μας βλέπεις από ψηλά σαν κοτόπουλα παραταγμένα έτοιμα γι’ αποκεφαλισμό.”

Διψασμένοι και διαρκώς ανικανοποίητοι από έλλειψη νοήματος, δηλαδή μπερδεμένοι, άγνωστοι με τον ίδιο μας τον εαυτό, αποσυνδεδεμένοι απ’ όσα πραγματικά ποθούμε, συνεπείς μόνο στην εντύπωση που θέλουμε να ‘χουν οι άλλοι για εμάς, θα εκλιπαρούμε για δράση, το τζάνκι πάλι γλείφει τα πλακάκια της κουζίνας. Δράση ανέξοδη όμως, μια ψευτοδράση που δε θα ‘ρθει μέσα από τόλμη και πρωτοβουλία αλλά μέσα απ’ το ναρκισσιστικό χάιδεμα του εαυτού μας καθώς θα υποτιμάμε τους τριγύρω. Είναι γνωστό ότι την ώρα που κάποιος κουτσομπολεύει ή ειρωνεύεται, όταν μηχανορραφεί κι επιτίθεται, οι ορμόνες τις ευχαρίστησης κάνουν πάρτι στο μυαλό του. Αυτές οι ορμόνες είναι που κάνουν τη συνήθεια εθιστική. Το κυνήγι αυτής της ευχαρίστησης είναι που απ’ το αθώο μπορεί να φτάσει στο εγκληματικό.

Μοιάζει να ‘ναι όλο θέμα βιολογίας αλλά είναι θέμα απορίας. Κι οι απορίες κουράζουν. Μπορεί να γίνουν εκνευριστικές, ενοχλητικές, επίμονες, διαπεραστικές, πονετικές, δύστροπες, ασυγκίνητες μπροστά στους αντιπερισπασμούς. Δεν τις θέλει ο άνθρωπος τις απορίες – δεν τις αντέχει, δεν τις σηκώνει ο οργανισμός του. Θέλει μόνο απαντήσεις, έτοιμες, βατές και κατανοητές. Θέλει ένα μπέργκερ, θέλει έναν δυνατό οργασμό, θέλει να μιλήσει για προορισμούς, αρώματα, πολιτικούς, περσόνες, για το κρεβάτι των άλλων, για το σκυλί του γείτονα, για τα κιλά που έχασε η Adele. Θέλει να μιλήσει για τους άλλους. Θέλει το σιγαστήρα και το ηρεμιστικό του. Θέλει να ζει μέσα απ’ τις ζωές των άλλων και να πλανιέται πως τις καθορίζει. Είναι ίσως ο μόνος τρόπος να ξεχνά τη δική του – και κάπως έτσι να τον ξεχνά κι εκείνη. Σκοπός επετεύχθη.

 

 

Συντάκτης: Κατερίνα Κεχαγιά