Σ’ έναν κύκλο απρόβλεπτο, που φέρει το όνομα «καθημερινότητα», φαίνεται να έχουμε αποδεχτεί και παγιώσει ορισμένα στοιχεία που τη συνοδεύουν και θα λέγαμε πως έτσι σερβίρεται προς τον έξω κόσμο, με άλλα λόγια μιλάμε για στοιχεία που σε βοηθάνε να συστηθείς με τον έξω κόσμο, να πεις «είμαι αυτός και ζω όπως ζω». Πολύ ισχυρός παράγοντας στους χρωματισμούς που θα δώσει ο καθείς σε μια τέτοια ταυτότητα, είναι το κατά πόσο ζει μέσα ή έξω από το καβούκι του. Αν μιλήσουμε για την περίπτωση του έξω, που σκεφτόμαστε έναν τύπο όχι και τόσο κλειστό, θα φτάσουμε πολύ κοντά στην εικόνα του εξωστρεφούς και κοινωνικού, που δε θα διστάσει να μοιραστεί όσα βιώνει.

Σ’ αυτό το σημείο κάνει την εμφάνισή του ο κόσμος των social, που αν μη τι άλλο, μόνο την εσωστρέφειά μας δε θρέφει. Πάνω σε αυτό λοιπόν θα άξιζε να αναρωτηθεί κανείς, είτε σαν απλός παρατηρητής, είτε σαν ένας εκ των πρωταγωνιστών της συνθήκης: Μοιραζόμαστε όλα όσα ζούμε με τους φίλους μας στα social, ή κάνουμε μια επιλεκτική μοιρασιά με τη ζυγαριά να γέρνει προς τις στιγμές που η κάμερα μας απαθανατίζει χαμογελαστούς, σε μια ρουτίνα καλοστημένη; Αξιοζήλευτη ίσως;

Η τάση των ανθρώπων να προσκολλώνται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελεί απτή πραγματικότητα τα τελευταία χρόνια, ωστόσο ο τρόπος με τον οποίο αυτά χρησιμοποιούνται απ’ αυτούς είναι άστατος, κυρίως γιατί αλλάζουν οι καιροί και μαζί τους, τα σημεία τους. Και τι εννοώ με αυτό. Σε φάσεις που πρωτογνωρίζαμε αυτή τη μόδα, ήταν ένα πρόσθετο κομμάτι της καθημερινότητάς που η selfie δεν ήταν μια πράξη αυθόρμητη κατά τη συνάντηση μιας παρέας, που η ανάγκη να ποστάρεις ένα κείμενο στον τοίχο σου με κάτι που σε ενόχλησε ή σε χαροποίησε δεν υπήρξε κάτι φυσιολογικό για τα μάτια των πολλών, ή δε σου περνούσε καν από το μυαλό πως θα έπρεπε να το κάνεις.

Για να φτάσουμε από το ένα σημείο στο άλλο, από την απλή τυπική χρήση, στην πιο εντατική, μέχρι που το κινητό να υπερτερεί των κλειδιών σου στη μνήμη σου προτού να βγεις από το σπίτι, χρειάστηκε να επέλθει κάποιο χρονικό διάστημα. Έχουμε στα χέρια μας ένα εργαλείο συναρπαστικό κι επικίνδυνο ταυτόχρονα, αφού μέσω αυτού παρουσιάζεις πια τη ζωή σου, τα μέλη της, τις στιγμές που θεωρείς σημαντικές κι άξιες συσσώρρευσης των likes. Επικοινωνούμε πια εικονικά, δηλώνοντας την παρουσία μας, τη σκέψη μας, κι οποιαδήποτε αλλαγή στη ζωή μας με το απλούστατο άγγιγμα της οθόνης μας.

Το προβληματικό βέβαια, είναι πως στα περισσότερα προφίλ, και κατ’ επέκταση και στη λογική πολλών από εμάς, οι στιγμές και τα γεγονότα που σπεύδουμε να απαθανατίσουμε είναι τα χαρούμενα, τ’ αστραφτερά. Οι διακοπές, η ορκωμοσία, το ρομαντικό date που ξεχειλίζει καψούρα, το γαμάτο outfit που μέσα σ’ αυτό ποζάρεις μπροστά στον καθρέφτη. Μερικά μόνο από τα απλά που θα μας συμβούν, και «να μην κάνουμε ένα story μωρέ;»

Πού πήγαν οι στραβές κι ανάποδες μέρες, τα όχι και τόσο καλοφτιαγμένα συνολάκια, και οι στιγμές που με τους φίλους σου είστε αρπαγμένοι; Μια μέρα δεν τα έκανες σκατά στη δουλειά, κι όχι μόνο αυτό, μάλωσες και με το ταίρι το αγαπημένο. Όλες αυτές οι στιγμές γιατί να πάνε άκλαυτες; Μιλάμε για γεγονότα εξίσου σημαντικά που χωρίς αυτά η ζυγαριά στη ρουτίνα σου δυστυχώς δε θα ισορροπούσε.

Παρ’ όλα αυτά, η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων τις κρατάει κρυφές μέσα στον γυάλινο ινστραγκραμικό -και πάει λέγοντας- κόσμο, καθώς αυτές προσθέτουν κάτι το καταραμένο στις μέρες μας, ψεγάδια. Γαμώτο. Το δυστύχημα της υπόθεσης έγκειται στο γεγονός της εσκεμμένης απάτης, πρώτα απ όλα του εαυτού μας. Αυτά που ποστάρεις είναι αυτά που ζεις. Κι αυτά που ζεις, πώς να το κάνουμε δεν είναι όλα ρόδινα. Άρα δύο περιπτώσεις υπάρχουν: Ή καταφέρνεις και σβήνεις όλα τα άσχημα κι αφήνεις στον σκληρό μόνο τα καλά, ή το προφίλ σου αντιπροσωπεύει αυτά που κυρίως θα ήθελες να ζεις, και όχι όσα ζεις όντως.

Αν ισχύει το δεύτερο, τότε ήρθε η ώρα για ένα reset. Η έννοια της κοινωνικής δικτύωσης στα social ευτυχώς για όλους μας, δεν εξυπηρετεί μονάχα το αδηφάγο ψώνιο που μπορεί να κρύβουμε ως όντα. Κάπου εκεί καραδοκεί η δύναμη της επιρροής, της αλληλοβοήθειας. Βλέπω τι καταφέρνει ο ένας, παίρνω το boost κι εγώ με τη σειρά μου. Μαθαίνω επίσης πως η τάδε γνωστή δεν περνάει και ζάχαρη τώρα τελευταία, γιατί το μοιράστηκε στα social. Και δε χαίρομαι, αλλά αν βαδίζω κι εγώ σε ζόρικες μέρες, παίρνω δύναμη και χάρη σε κάποιο τυχαίο scroll διαλύεται το σύννεφο «γιατί σε μένα να τυχαίνουν όλα;». Αν έχουμε στα χέρια μας το μέσο που δείχνει ποιοι είμαστε, ντροπή είναι να δείχνουμε μόνο τη φωτεινή μεριά, γιατί όποιος πιστεύει πως δύναται να αποφύγει τα σκοτάδια του, τότε είναι λιγάκι βλάκας.

Αφού φτάσαμε καλώς ή κακώς στο σημείο ένας εικονικός κόσμος να σημαίνει τόσα πολλά για μας, να είναι τόσο απαραίτητος, ας τον εκμεταλλευτούμε και για προνόμια που ξεπερνάνε τα likes. Η αποδοχή της δυσκολίας, της αποτυχίας, του γεγονότος που έφερε δάκρυα αντί για γέλια, δεν έρχεται με το καμουφλάρισμα της χαμογελαστής σου φωτογραφίας. Και φίλε μου it’s ok.

Όπως και να έχει, μια τέτοια αλλαγή ίσως επιφέρει συμφιλίωση με τις κακές μέρες, ίσως απενοχοποιήσει τα λάθη, ίσως σταθεί ενάντια στο εικονικό που μέρα με τη μέρα τόσο πολύ μας φθείρει για τους λάθος λόγους. Πραγματικά ελεύθερος θα νιώσει κανείς όταν επιτρέψει πρώτα απ’ όλα στον εαυτό του να δείξει και την άσχημη πλευρά της καθημερινότητας, που λίγο πολύ, όλοι τρέχουμε μπας και της ξεφύγουμε. Και ίσως μόνο έτσι, διαμορφώσουμε από την αρχή τα σημεία των καιρών κι αυτή τη φορά θα συμπεριλαμβάνονται και κακές γωνίες λήψης, και τα κακά status. Γιατί αυτοί είμαστε, άκρα αντιθέτων, που παλεύουμε για το φως. Θα σας δω στα επόμενα shares.

 

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

 

Συντάκτης: Αλίκη Μουσμούλα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου