Σίγουρα κανένας από μας δε θα ξεχάσει ποτέ περιστατικά στο σχολείο που, εν ώρα μαθήματος, ένας συμμαθητής τύχαινε να ρωτήσει κάτι, το οποίο κι ήταν λάθος. Απευθείας, ένα άλλο παιδί πεταγόταν και τον κορόιδευε. Όπως ήταν φυσικό ξεκαρδιζόμασταν στα γέλια. Μάλιστα, παίζει να το λέγαμε και στις μάνες μας τα μεσημέρια. Πού να φας με τόσο γέλιο; Κάπως έτσι ήταν τότε.

Από ένα σημείο και μετά όμως, όσο περνούσε ο καιρός, αρχίσαμε να μένουμε πιο σιωπηλοί. Το γέλιο έγινε μειδίαμα και το μειδίαμα σκέψη κι έντονος προβληματισμός. Ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που γελάσαμε; Σάμπως ο Γιωργάκης επίτηδες έκανε λάθος; Επίτηδες δεν κατάλαβε τ’ αστείο της υπόθεσης κι απομονώθηκε στο διάλειμμα;

Σίγουρα όχι. Επίτηδες, όμως, συνέβη το ίδιο ξανά στο γυμνάσιο και στο λύκειο και στ’ αμφιθέατρο σε κάποια φάση, εν ώρα μαθήματος. Συνέβη στο δρόμο, στο καφέ, στο μπαρ, στο κλαμπ, στ’ αστικό, στο μετρό κι η λίστα είναι ατελείωτη. Παρόλα αυτά, πάντα βρισκόμαστε είτε στη θέση του Γιωργάκη είτε απέναντι απ’ αυτήν.

Γιατί φοβόμαστε το διαφορετικό; Να μιλήσουμε ωμά; Το βλέμμα μας γυρνάει, όταν αντικρίζουμε το διαφορετικό. Είτε έχει παραπάνω κιλά, είτε ακμή, είτε ύψος, είτε όχι τόσο πολύ ύψος. Και δεν περιορίζεται μονάχα στην εμφάνιση. Θα γυρίσουμε και στον άνθρωπο που είναι σιωπηλός ή εσωστρεφής. Θα σχολιαστεί και το γεγονός ότι κάποιος δε μιλάει αρκετά, για τους δικούς του λόγους!

Ακόμα και σ’ αυτήν την περίπτωση, δε δίνουμε πάσα στο φίλο ή στη φίλη κι αρχίζει η βροχή λέξεων, που  γρονθοκοπούν σαν σίδερο; Κοροϊδεύουμε άκρως καυστικά, γελάμε ή επικρίνουμε ευγενικά, καλύπτοντας την κοροϊδία μ’ εξευγενισμένους όρους. Πόσες φορές γυρίσαμε και ψιθυρίσαμε αυτό το σχόλιο, ένας Θεός το ξέρει. Και το χειρότερο είναι ότι το κρύβουμε κιόλας. Γαμάει αυτό. Μη τυχόν μας ακούσει και κανείς.

Βεβαίως, όλα αυτά σε α’ πληθυντικό. Γιατί να κρυβόμαστε άλλωστε; Όλοι το ‘χουμε κάνει κι όλοι θα το παραδεχόμασταν, με θυμό μάλιστα. Περνάνε τα χρόνια κι οι καταστάσεις οργιάζουν με τα περιστατικά να ‘ναι όλο και πιο συχνά και στοχευμένα.

Αλλά τ’ αποκορύφωμα είναι όταν στεκόμαστε εμείς να καρφώνουμε, με βλέμμα παραξενεμένο, το χέρι που καλύπτει την κοινωνική μας βαθμολόγηση από περαστικούς. Κάπου εκεί είναι που σκέφτεσαι «Γαμώτο, άνθρωπος είμαι! Γιατί να κριθώ, αφού όλοι άνθρωποι είμαστε;».

Σιγά-σιγά αρχίζεις να παρατηρείς όλες εκείνες τις επιθετικές συμπεριφορές απέναντι σ’ ανθρώπους με χαρακτηριστικά τα οποία τους κάνουν περισσότερο εμφανείς κι ασφαλώς περισσότερο ευάλωτους. Συμπεριφορές, που αποκτούν ακόμα και το θράσος να γίνονται κατάμουτρα.

Πιθανότατα έχουν υπάρξει στιγμές που ύψωσες το ανάστημά σου ενάντια σε τέτοιου τύπου συμπεριφορές κι είπες φωναχτά και θαρραλέα «φιλαράκι, μέχρι εδώ είσαι!». Κι αφού έχει γίνει μία φορά, θα γίνει και δεύτερη και τρίτη και θα την επαναλαμβάνεις όσες φορές χρειαστεί. Μέχρι να καταλάβουν όσο το δυνατόν περισσότεροι άνθρωποι ότι ζούμε ισότιμα, σε μία κοινωνία.

Τι είναι η κοινωνία; Μία τεράστια ποικιλία ευάλωτων και μη ανθρώπων. Όλοι, μα όλοι είμαστε, πάνω σ’ αυτήν την κλίμακα, φυσιολογικοί. Ναι, φυσιολογικοί. Φτάνεις σε σημείο, όπου -αβίαστα πια- αρνείσαι να χρησιμοποιήσεις χαρακτηρισμούς όπως «χοντρός» ή «κοντή», «παράξενος» ή «περίεργη».

Αυτό δεν ορίζει, άλλωστε, χαρακτηριστικά προσωπικά στον καθέναν; Είναι αυτή η ποικιλία η οποία κάνει ενδιαφέροντα τον κόσμο. Αν σε κάθε γωνία βλέπαμε τον εαυτό μας, τα πράγματα θα καταντούσαν εξαιρετικά μονότονα.

Ίσως όμως, στην τελική, πραγματικά να θέλαμε να βλέπουμε τον εαυτό μας σε κάθε πρόσωπο και κάθε σώμα, σε κάθε δικό μας χαρακτηριστικό και μορφασμό προσώπου. Ίσως, αν υπήρχε αυτό, να μην ερχόμασταν αντιμέτωποι με τον κοινωνικό κατατρεγμό. Ίσως τότε να μην ήμασταν προκατειλημμένοι στην ποικιλία ανθρώπινων ψυχών.

Δεν υπάρχει, εννοείται, λόγος να το λάβεις ως κατηγορία. Δυστυχώς οι μέρες ασχολιών μας γίνονται τόσο φορτικές που δε σκεφτόμαστε καθόλου ορισμένες καταστάσεις και συμπεριφορές. Δυστυχώς η κοινωνία προωθεί τη σύγκριση και δυστυχώς μας επικροτεί όταν τη χρησιμοποιούμε, με στιγμές, που στην κυριολεξία, ζούμε για να κάνουμε ακριβώς αυτήν τη σύγκριση.

Τι καλύτερο, λοιπόν, απ’ το να σκεφτόμαστε, πάνω σ’ αυτό, παρέα τώρα; Άλλωστε, στο «τώρα» παίρνονται αποφάσεις ζωής κι αλλαγές συμπεριφοράς. Πόσο πιο όμορφα κι απλά θα ‘ταν αρκετά -γιατί όλα λιγάκι ζόρικο- πράγματα, αν υπήρχαν τέτοιες φωνές αντίκρουσης πιο συχνά; Γουστάρεις στην τελική να κατεβάσεις και μια φορά αυτό το χέρι και να πεις «δε σχολιάζω».

Ναι, δεν το γουστάρω από ‘δώ και πέρα. Μαγκιά του καθενός να είναι όπως του αρέσει. Αφού δεν έχει πρόβλημα αυτός, γιατί να ‘χω εγώ;

 

Επιμέλεια Κειμένου Κωνσταντίνου Θράβαλου: Ιωάννα Κακούρη

Συντάκτης: Κωνσταντίνος Θράβαλος