1073 στίχοι εκτυλίσσουν την ιστορία των Ικέτιδων του Αισχύλου, έργο που θεωρείται από τα πρώτα θεατρικά της ανθρωπότητας και ύμνος στη γυναικεία αξιοπρέπεια και το φεμινισμό, ενώ ανήκει στο πρώτο μέρος της τριλογίας που συμπληρώνουν οι Αιγύπτιοι κι οι Δαναΐδες. Η υπόθεση στηρίζεται στο μύθο της Ιούς κι η ιστορία εξελίσσεται γύρω από τους απογόνους της που φέρουν μια τραγική μοίρα, όπως εκείνη.

Οι πενήντα κόρες του Δαναού συνοδευόμενες από τον πατέρα τους καταφεύγουν στο Άργος, ως ικέτισσες, για ν’ αποφύγουν τον αιμομικτικό γάμο τους με τους ξαδέρφους τους, γιους του Αιγύπτου. Μετά τις συμβουλές του Δαναού προς τις κόρες του να επιδείξουν σύνεση και να επικαλεστούν τους θεούς και πιο πολύ απ’ όλους το Δία, υποδέχονται το βασιλιά του Άργους, Πελασγό. Εκείνος παραξενευμένος από την εξωτική εμφάνιση των νεαρών, ζητά εξηγήσεις για την καταγωγή τους αλλά και το λόγο που τις φέρνει στην πόλη του. Όταν τον ενημερώνουν για την κατάστασή τους ο βασιλιάς της «Απίας Γης» μπαίνει σε ένα τραγικό ηθικό δίλλημα: να δώσει άσυλο στις γυναίκες Ικέτιδες µε κίνδυνο καταστροφικού πολέμου µε τους Αιγυπτίους ή να αρνηθεί την παροχή ασύλου µε κίνδυνο μίανσης της πόλης;

Το δίλλημα θεωρείται τραγικό καθώς προκαλεί μια συνειδησιακή µάχη σε µια ηθικά κρίσιμη κατάσταση και ταυτόχρονα δημιουργεί την ανάγκη επιλογής μεταξύ συγκρουόμενων καθηκόντων. Όλα αυτά προκαλούν στον Πελασγό αμηχανία, φόβο, αδυναμία κρίσης, βαθιά περίσκεψη μα και οδύνη πριν λάβει την τελική απόφαση, Με αφετηρία λοιπόν τον σεβασμό της αξίας της ανθρώπινης ζωής κι ύστερα με την κατάλληλη στάθμιση των προτεραιοτήτων ο Πελασγός παίρνει την απόφαση να βοηθήσει τις Ικέτιδες. Βέβαια στο να παρθεί αυτή η απόφαση συμβάλλει η απειλή των Ικέτιδων για αυτοχειρία.

Τελικά πάντως, ο Πελασγός πείθεται να τις δεχτεί και συμβουλεύει το Δαναό να γεμίσει τους ναούς με κλαδιά ελιάς, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η συγκατάθεση των Αργιτών. Έτσι και γίνεται, οπότε οι πολίτες συγκατατίθενται να προσφέρουν άσυλο στις Δαναΐδες και εκείνες εκφράζουν την ευγνωμοσύνη τους. Οπότε, οι Αιγύπτιοι αναγκάζονται σε υποχώρηση και οι κόρες του Δαναού εγκαθίστανται στη Θήβα ευχαριστώντας και εξυμνώντας την πόλη που τους δέχτηκε. Το δράμα ολοκληρώνεται με ένα χορικό προς τον Δία, παρακαλώντας το βασιλιά των θεών να προφυλάσσει «από γάμο αθέλητο».

Η τραγωδία αυτή λοιπόν αναλύει την προσπάθεια των Ικέτιδων να ξεφύγουν από τη μοίρα που τους έχει οριστεί. Μια επιλογή που σαφέστατα κρύβει πολλά κίνητρα. Όποιο όμως τελικά κι αν ήταν το κίνητρό τους, εκείνο που έχει περισσότερη σημασία είναι πως αν και ούσες γυναίκες τόλμησαν να πάνε κόντρα στο καθεστώς της εποχής και στους μελλοντικούς συντρόφους τους. Αυτή τους η επιλογή σαφέστατα αποτελεί μια πράξη επαναστατική, ιδιαίτερα αν λάβει κάποιος υπόψιν το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο έδρασαν, το οποίο δεν άφηνε στη γυναίκα καμιά πρωτοβουλία, καμία ελευθερία.

Συνεπώς οι Ικέτιδες λειτουργούν ως σύμβολα του φεμινισμού που βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο. Συμβολίζουν το δικαίωμα της γυναίκας να θεωρείται ισότιμο μέλος μιας κοινωνίας και κατ΄ επέκταση να μπορεί να διεκδικεί εκείνο που επιθυμεί και ταυτόχρονα ν΄ απορρίπτει ό,τι δεν την κάνει χαρούμενη. Συμβολίζει το δικαίωμά της να μπορεί να ορίσει τη ζωή της κατά όπως εκείνη θέλει, αναλαμβάνοντας κάθε φορά τις συνέπειες της εκάστοτε επιλογής της. Πρόκειται λοιπόν για ένα άκρως ριζοσπαστικό και ταυτόχρονα αισιόδοξο μήνυμα. Μάλιστα η επιτυχημένη έκβαση αυτής της προσπάθειάς τους λειτουργεί ως πρόδρομος μιας νέας εποχής στην οποία η γυναίκα θα έχει φωνή και μάλιστα ηχηρή.

Να φύγουν ήθελαν οι Ικέτιδες, να αποφύγουν τη μοίρα τους, να αλλάξουν τη ζωή τους. Προσπάθησαν γι’ αυτό που πραγματικά επιθυμούσαν, ρίσκαραν πολλά, ακόμα και την ίδια τους τη ζωή όμως τα κατάφεραν, πέτυχαν, έκαναν αυτό που ήθελαν πράξη.

Όπως και να ‘χει η φυγή δεν είναι μόνο πράξη. Η φυγή είναι κυρίως συναίσθημα, άκρως προσωπικό. Λυτρωτικό όταν επιτυγχάνεται, βαρίδι που παρασύρει τον άνθρωπο στο βυθό όταν αποτυγχάνει. Καμία δύναμη δεν είναι ικανή να συγκρατήσει κάποιον που είναι αποφασισμένος να φύγει. Και καμία πρόβλεψη δεν είναι ικανή να σταθεί αρωγός της. Εκείνος που επιλέγει να φύγει, το πράττει συνήθως για να ξεφύγει από όσα υπάρχουν μέσα στο μυαλό του. Από όλα όσα τον φυλακίζουν, του στερούν το δικαίωμα στην ελευθερία όπως στις Ικέτιδες. Του στερούν ένα ευτυχισμένο μέλλον ή έστω ένα μέλλον όπως το έχει ονειρευτεί. Είναι γενναία πράξη η φυγή, γενναία γιατί είναι πάντοτε αβέβαιη η έκβασή της. Είναι αποτέλεσμα ανθρώπων υπεύθυνων, ικανών να διαχειριστούν το όποιο κόστος, θετικό ή αρνητικό. Ανθρώπων έτοιμων όχι μόνο ν’ αλλάξουν τη ζωή τους αλλά ν’ αναλάβουν και την ευθύνη. Είναι τρομακτικό συναίσθημα η φυγή, διότι δεν μπορεί κάποιος να το μοιραστεί, δεν μπορεί να το ακουμπήσει σε ξένους ώμους, το σηκώνει όλο μόνος του.

Τελικά, δεν έχει τόση σημασία αν στο τέλος ο σκοπός της έχει επιτευχθεί ή όχι. Το σπουδαιότερο μήνυμα που δίνει είναι πως αποτελεί μια  μάχη που δίνει κάθε άνθρωπος. Μάχη με τον εαυτό του, με τις σκέψεις του, με την κοινωνία, την οικογένειά του. Μάχη που δίνει ακόμα και με τη μοίρα του. Ο αγώνας, η δύναμη της θέλησης , η προσπάθεια για κάτι καλύτερο από μια ζοφερή πραγματικότητα κι ένα σκοτεινό μέλλον. Ελπίδα είναι η φυγή πως αυτή η επιλογή που κάνει ο άνθρωπος θα τον οδηγήσει κάπου πιο ανθηρά.

Και ο Αισχύλος πριν 2500 περίπου χρόνια έβαλε όλα αυτά να μπορούν να τα κάνουν οι άνθρωποι κι όχι τα φύλα. Γιατί στη ζωή δεν υπάρχει διαχωρισμός φύλου, δεν υπάρχει αρσενικό και θηλυκό, θηλυκό και αρσενικό. Υπάρχουν μόνο προσωπικότητες. Κι αυτό το μήνυμα δεν είναι μόνο φεμινιστικό, είναι, κυρίως, ανθρωπιστικό.

 

 

Συντάκτης: Κωνσταντίνα Ραυτοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου