«Απιστία». Αυτή η μικρή ανομολόγητη λεξούλα για τους περισσότερους. Ετυμολογικά δηλώνει την έλλειψη πίστης. Και όμως ορίζεται διαφορετικά στο καθένα μας, ανάλογα με την προσωπικότητα και τα βιώματά μας. Και αν με ρωτάτε προσωπικά θα σας έλεγα πως απιστία είναι οποιαδήποτε σκέψη ή επιθυμία που μπορεί να πραγματοποιηθεί ή όχι και αποτελεί συναισθηματική προδοσία προς το ταίρι μας. Και ίσως να το θεωρώ πιο επίπονο και δύσκολο να παρασυρθεί το μυαλό μας σε σκέψεις και συναισθήματα, από μια καθαρά ανώδυνη επαφή που απλά μπορεί να μην υπάρχει δεύτερη. Το μυαλό όμως;
Είτε έτσι, είτε αλλιώς δεν έχουμε παρά να παραδεχτούμε πως κάτι δεν πάει καλά. Άλλωστε δύσκολο να κατανοήσουμε πλήρως την απιστία. Τη δεχόμαστε ως φαινόμενο και προσεγγίζουμε τους λόγους ή τις αιτίες της. Οι οποίες πάλι θα διαφέρουν, ανάλογα με το φύλο, την ηλικία, την κοινωνική κατάσταση του καθενός μας. Είναι προσωπική μας υπόθεση και δεν απειλείται ο κόσμος γύρω μας. Και οι λόγοι δεν έχουν να κάνουν μόνο με την ίδια μας τη σχέση αλλά με το σύνολο των επιθυμιών μας, τις ανάγκες και τα θέλω που μάς χαρακτηρίζουν ως προσωπικότητες.
Απιστούμε γιατί θέλουμε επιβεβαίωση. Μεγαλώνουμε, αλλάζει το σώμα μας, μειώνεται η αυτοπεποίθησή μας, νιώθουμε πως γερνάμε. Δεν έχουμε την ανάλογη προσοχή και φροντίδα. Έχουμε έντονη την ανάγκη να νιώθουμε ερωτικοί, επιθυμητοί, μάχιμοι. Και ίσως η βαρεμάρα, η αίσθηση πως η ζωή μας απειλείται από μονοτονία, μας ωθεί να αναζητήσουμε αλλού συναισθήματα. Άλλωστε το να κατακτήσουμε έναν άνθρωπο που μας αρέσει μας ανεβάζει την αυτοπεποίθηση και παράλληλα μας επιβεβαιώνει πως μπορούμε να έχουμε ό,τι θέλουμε.
Απιστούμε γιατί νιώθουμε καταπιεσμένοι. Γιατί η ζωή μας έχει καταντήσει σαν τη μέρα της Μαρμότας, γιατί η ίδια μας η ζωή απαιτεί συνεχώς. Ασφυκτιούμε και συσσωρεύουμε απωθημένα. Θα θέλαμε να ήμασταν λίγο πιο ανεξάρτητοι. Θέλουμε περισσότερο χρόνο για τον εαυτό μας. Και έτσι υποκύπτουμε συνειδητά σε μια άλλη σχέση που θα μας κρατάει ζωντανούς, χωρίς απαιτήσεις, δεσμεύσεις και υποχρεώσεις.
Απιστούμε γιατί πλήττουμε. «Βαριέμαι την κανονικότητα» μου είπαν πρόσφατα και χαμογέλασα. Θέλουμε ένταση και ενθουσιασμό. Θέλουμε να μοιραστούμε τις απόκρυφες σκέψεις μας. Θέλουμε κίνητρο που θα μας κρατάει ζωντανούς. Και το αναζητάμε αλλού και όχι μέσα στη σχέση μας.
Απιστούμε διαδικτυακά. Και μη μου πείτε πως δεν υπάρχει τέτοια απιστία. Συναισθηματική απιστία με την άνεση της ανωνυμίας και τη συγκατάθεσή της. Ελεύθερη από δεσμεύσεις, παίζεις, ερωτροπείς κι απολαμβάνεις την κρυφή σου ζωή. Δικαιολογείσαι και στον εαυτό σου πως δεν υπάρχει επαφή, εξάπτεις τη φαντασία σου, άσε που έχεις και πολλές εναλλαγές συγχρόνως. Και είναι τόσο απλό. Ένα αίτημα και ένα enter.
Απιστούμε γιατί ερωτευτήκαμε. Και αυτό είναι η πιο δύσκολη μορφή. Γιατί δε σχεδιάσαμε, γιατί αφήσαμε ανοιχτή τη πόρτα της καρδιάς και του μυαλού μας, γιατί πνιγόμασταν και θέλαμε αέρα και ήρθε και τρύπωσε ο έρωτας. Σάρωσε τις ζωές μας και δεν τον διώξαμε. Τον αφήσαμε να μας παρασύρει. Και αυτό δεν ξέρω τελικά αν είναι απιστία ή ευλογία.
Απιστούμε από αντίδραση στη συμπεριφορά του άλλου, από εσφαλμένη αντίδραση στη πραγματικότητα που λέει «αν είναι να συμβεί εγώ θα το κάνω πρώτος», από περιέργεια, ακόμη και γιατί επιστημονικά φταίνε τα γονίδιά μας.
Θέλουμε όλοι μας να μας αγαπάνε και να μας νοιάζονται. Να έχουμε έναν σύντροφο που θα είναι φίλος, εραστής, συζητητής, οικογένειά μας. Και αυτό αναζητάμε. Η μοναξιά μας, η ναρκισσιστική συμπεριφορά, η υπεροχή του «εγώ» μας, η ανασφάλεια, η μοναξιά μας εξηγούν την απιστία. Άλλωστε ίσως τελικά η αναζήτηση της συναισθηματικής ή σωματικής επαφής να έχει να κάνει και με την ίδια μας την επιθυμία να ανακαλύψουμε τον ξεχασμένο μας εαυτό.
Να θυμηθούμε παλιούς παιδικούς, ανομολόγητους έρωτες. Να μεγαλώνουμε και να θέλουμε να ξανανιώσουμε την εφηβεία και τα χρόνια της ανεμελιάς μας. Εκείνα όλα που ως παιδιά ή ως έφηβοι μας λέγανε πως είναι απαγορευμένα και ‘μεις τρέχαμε να πέσουμε πάνω τους. Δε θα μιλήσω για ενοχές. Δε θα θεωρήσω πως είναι το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί σε μια σχέση. Γιατί στην τελική, μπορεί και να μην είναι το τέλος μιας σχέσης.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου