Ποιος μπορεί να κρίνει τι είναι λάθος και σωστό; Λένε ότι είναι υποκειμενικό και πως ό,τι σε κάνει χαρούμενο ποτέ δεν είναι λάθος. Μπορώ να διαφωνήσω;  Πιστεύω πως αυτά τα λένε όσοι δεν αντέχουν να δουν, νʼ αναγνωρίσουν, νʼ αγαπήσουν και να ξεπεράσουν τα λάθη τους. Τα βαφτίζουν «σωστά» για νʼ απενοχοποιηθούν και να γλιτώσουν τις τύψεις.

Όμως εγώ λατρεύω τα λάθη. Είμαι εξαρτημένη απʼ αυτά και πιστεύω πως μια ζωή γεμάτη «σωστά» δεν έχει νόημα. Δεν λέω πως κάθε τρεις και λίγο παίρνω φόρα και βαράω το κεφάλι μου στον τοίχο, ομολογώ όμως, πως βλέποντας το λάθος δεν το φοβάμαι κι αν η καρδιά μου με οδηγήσει να το κάνω, θα πέσω σʼ αυτό χωρίς να νιώσω ανήθικη ή παράλογη. Ακόμα κι αν το μετανιώσω μετά, δε θα δικαιολογηθώ για να ξεφύγω. Θα πάρω τις ευθύνες στον ώμο και θα πορευτώ μʼ αυτές μέχρι να το ξεπεράσω.

Κι εσύ, είτε είσαι η μαμά, ο μπαμπάς ή η αδελφή μου, είτε η κολλητή ή ο σύντροφός μου θέλω να είσαι εκεί στα λάθη μου.

Όχι, δεν θέλω να με κρίνεις, ούτε να μου πεις «στα ‘λεγα». Με εκνευρίζουν απίστευτα αυτού του τύπου οι φράσεις. Όταν μου τις λένε, θέλω απλά να τους πλακώσω στις μπουνιές. Κανείς δεν είναι χαζός ώστε να μην ξέρει πότε κάνει λάθος. Ακόμα κι αν μερικές φορές δε θέλει να το δει στην αρχή, όταν το καταλάβει, στο τέλος δεν χρειάζεται κανέναν να το παίξει ηθικολόγος και εμπειρογνώμονας. Στήριξη θέλει.

Συμβουλάτορες και μελλοντολόγοι ξέρουμε όλοι να γινόμαστε στα θέματα των άλλων, στα δικά μας γινόμαστε κότες. Εμένα με κουράζουν αυτοί οι τύποι. Αν είσαι τέτοιος δε σε θέλω, δε σε χρειάζομαι, δε μου κάνεις –πώς το λένε; Από τη στιγμή που είσαι, όμως, ένας απʼ αυτούς γιατί μου λες να ζήσω την ζωή μου όπως θέλω και να μην ακούω κανέναν;

Δεν θέλω νʼ αρχίσεις την γκρίνια όταν με δεις να κλαίω, δεν θέλω να μου πεις κουβέντα, ούτε μια λέξη. Θέλω να μου φέρεις μια χαρτοπετσέτα, να κάτσεις στο πάτωμα δίπλα μου και νʼ ανάψεις τσιγάρο παρέα με μένα. Να κοιτάς μαζί μου το ταβάνι αθόρυβα. Όταν νιώσω πως θέλω να μιλήσω θα το κάνω μόνη μου.

Αν θελήσω να μου χαϊδέψεις τα μαλλιά, θα βάλω μόνη μου το κεφάλι μου στα πόδια σου. Όταν σου λέω πως θέλω να μείνω μόνη μου, θέλω να φεύγεις χωρίς να με ρωτάς συνέχεια τι έχω. Για να ζητάω χώρο και χρόνο σημαίνει ότι τον χρειάζομαι. Δεν θέλω λόγια και συμβουλές. Η κάθε πληγή θέλει τον χρόνο της για να κλείσει, οπότε ό,τι και να μου πεις, αν δεν περάσει αυτός ο χρόνος, θα πάει χαμένο.

Όταν με βλέπεις να τρέχω με χίλια προς το πιο μεγάλο μου λάθος, δε θέλω να με σταματήσεις, μα ούτε και να με κρίνεις. Καταλαβαίνω ότι είναι λάθος, αλλά αφού είναι επιλογή μου, άσε με. Άσε με να κάνω λάθος και μετά τρέξε να μου σκουπίσεις τα δάκρυα. Κάτσε να μεθύσεις μαζί μου και μείνε ως το πρωί  για να μου βγάλεις τα ρούχα και να με βάλεις να κοιμηθώ.

Έλα μαζί μου στην παραλία και ξάπλωσε στην άμμο ακούγοντας το πιο θλιβερό τραγούδι που υπάρχει. Γέλα με τη μαλακία που θα πω και πες άλλη μια κι εσύ για να με κάνεις να γελάσω. Αν θες οπωσδήποτε να πεις κάτι, θέλω μόνο να είναι: «Μη σε νοιάζει, εγώ είμαι εδώ» και να το εννοείς.

Δε θέλω να είσαι η πινακίδα που λέει «μην πας από εκεί, είναι αδιέξοδο», ούτε το πορτοκαλί φανάρι που προειδοποιεί να προσέχουμε. Θέλω να είσαι το δεκανίκι που θα χρειαστώ μέχρι να περπατήσω ξανά, το μπενταντίν που θα βάλω στις γρατζουνιές κι η γάζα που θα τυλίξει την πληγή μου, για να μην μολυνθεί.

Δε θέλω να μου πεις να μην πατήσω γκάζι, ούτε να ρωτήσεις γιατί δεν έβαλα κράνος. Δε θέλω να μου πεις να προσέχω. Θέλω απλά να είσαι εκεί κι αν τσακιστώ να με σηκώσεις. Μόνο αυτό θέλω.

Μπορείς;

Συντάκτης: Ελίζα Βλάχου