Όλοι ξέρουμε ποιοι είμαστε. Λίγο ή πολύ ή και παρά πολύ σε όλη μας την έκταση το είδαμε σε μια αντανάκλαση του καθρέφτη μια μέρα που δεν νιώθαμε όμορφοι, το μυριστήκαμε στο χνώτο της ανάσας μας όταν πρόφερε λέξεις που κάτι θέλαμε να σημαίνουν, όταν μας τις απάντησαν σε αυτό που σήμαιναν για τους άλλους. Σε κάποια σκοτάδια ή λαμπερές προεκτάσεις με όλο μας τον χαρακτήρα μέσα τους. Σε κάποιους πολέμους που παρακαλούσαμε οι μάχες να τελειώσουν γιατί δεν αντέχαμε την ήττα μέσα μας και σε κάποιες άλλες που χάσαμε επίτηδες, αλλά λαχταρίσαμε σαν άλλοι νικητές να χαθούμε μέσα σε εκείνη την απώλεια.

Την καταλαβαίνουμε και ξέρουμε και πού βρίσκεται η αλήθεια μας. Τις περισσότερες φορές -αν όχι όλες- είναι σαν τα λεφτά που κρύψαμε κάτω από το στρώμα για ώρα ανάγκης. Ξέρουμε ότι θα μας προσφέρουν ασφάλεια ό,τι κι αν προκύψει, αφού είναι εκεί, γιατί όσο και αν μουσκέψουμε την επιφάνεια με δάκρυα, η δικλείδα ασφαλείας δεν σαπίζει. Γι’ αυτό και όλες τις φορές ανεξαιρέτως δεν την αντέχουμε και αυτή την αλήθεια και ακόμα λιγότερο την όποια ασφάλεια κλείνει τους συναγερμούς μέσα μας. Να έχουμε ζήσει άραγε με άλλο μεγαλύτερο ψέμα από το ότι η αλήθεια, οι εκδοχές της και ότι απορρέει απ’ αυτή είναι πιο εύκολοι συγκάτοικοι τελικά; Σίγουρα αν δεν υπάρχει μεγαλύτερο θα το φτιάξουμε οι ίδιοι στην πορεία. Εργατικά, μεθοδικά και έξυπνα όπως αναγνωρίσαμε ποιοι είμαστε στην αρχή.

Σαν την κάθε φορά που κάνουμε έρωτα, που μπαίνουμε σε σώματα και βγαίνουμε διαφορετικοί, βγαίνουμε από αυτά αλλά ακόμα τα αγγίζουμε και διαπιστώνουμε πόσο έχει αλλάξει και αυτός που ποθούμε. Κοιταζόμαστε στα μάτια και βλέπουμε ό,τι μας προσφέρεται φιλτραρισμένο και περασμένο μέσα από χίλιους ιδρώτες, ανάσες, προσδοκίες και λαχτάρες. Ντυνόμαστε να φύγουμε ή αν ανήκουμε στους πιο ξεκάθαρους αγκαλιαζόμαστε να κοιμηθούμε και μέσα στα χέρια μας κλείνεται όλη η σημασία της επούλωσής μας, όπως την βρήκαμε και όπως κατάφερε να μας παρηγορήσει.

Κλείνεται όλη η σημασία που έχουμε για τον άλλον και η αντίστοιχη που έχει για μας. Εν τέλει όταν κλείνουμε τα μάτια όλα μας τα όνειρα και τα πυροτεχνήματα τους στην πλατεία- γιατί πια δεν κρύβεται τόση εκπλήρωση- είναι μόνιμα γύρω από αυτό το νόημα. Από όση ουσία περάσαμε μέσα στο σώμα του άλλου που ενσαρκώθηκε σε «σ´αγαπώ», «μη φύγεις», «θέλω να σου δείξω κάτι» και «το Σάββατο θα βγούμε με τους φίλους μου». Σίγουρα και από όση ζωή συνοδεύει αυτές τις ενσαρκώσεις.

Τις χρειαζόμαστε όπως το νερό για όλη μας την αλήθεια που δεν παλεύεται. Είμαστε νερό και χώμα. Δειλοί απροστάτευτοι χωρίς καμία ιδέα πού πηγαίνουμε και αν τελικά θα γίνουμε δρόμος να πατάμε πάνω και να στεκόμαστε ή θάλασσα και θα πνιγούμε εντελώς. Καμία φορά τα μαλλιά μας είναι άπλυτα, τα νύχια μας βρώμικα η ανάσα και οι κάλτσες μας βρωμάνε και κάθε επίσκεψή μας στην τουαλέτα μυρίζει πιο άσχημα από την προηγούμενη. Είμαστε άπληστοι και πρώτα θα σκεφτούμε εμάς και ύστερα το σύμπαν -κι ας καταρρέει- αρκεί να μας ακολουθήσει ένας ακόμα στο instagram ή να μας πληρώσει τελικά το αφεντικό.

Κουραζόμαστε εύκολα και τα βράδια όταν τελειώνει η μέρα είμαστε μια μέτρια ιστορία στα χείλη της μάνας μας, που την κάνει σπουδαία μόνο το ότι θα μας αγαπάει σίγουρα και αύριο. Όμως τίποτα από όλα αυτά δεν ισχύει στη σημασία που έχουμε για τον άλλον. Είναι έξω από την αλήθεια μας την ίδια ώρες-ώρες. Σε ένα πρίσμα, με παχιά σύννεφα που κατεβάζουν μόνο γενναίους άνδρες που εξομολογούνται και τολμηρές γυναίκες που συμπληρώνουν τα λόγια τους. Ιδανικοί όλοι κάνουν το πρίσμα πραγματικότητα και τελικά o έρωτας, αυτός που σκίζει την καρδιά μας σαν άχρηστη σελίδα και αυτός που την θρέφει και την μπουκώνει για να μακροημερεύσει είναι μόνο αυτή η σημασία. Ούτε ο ίδιος ο άλλος, σάρκα, οστά, όργανα, φωνή και μυρωδιά αλλά ό,τι μας έδωσε για αυτόν η σημασία του. Γινόμαστε στο πρίσμα των άλλων, αλλά γίνονται και στο δικό μας οι άλλοι, ό,τι δεν έζησε ποτέ κανείς, ό,τι λαχτάρησαν όλοι και απέκτησαν ελάχιστοι, ότι φοβούνται ή αγνοούν, ενώ το αναζητάνε με πόθο που γεμίζει Ερινύες το κεφάλι τους. Με ότι δεν πιστεύαμε ποτέ ότι θα ζούσαμε και θα είναι αληθινό. Γιατί όντως δεν θα είναι.

Είμαστε καταδικασμένοι να ζήσουμε την αληθινή, την πιο αγνή και ατόφια πραγματικότητα των συναισθημάτων και των βιωμάτων μας σε τέτοιο βαθμό που τελικά παραδινόμαστε να ζήσουμε οποία άλλη εκδοχή τους μπορεί να μας προσφερθεί, να την ερωτευτούμε σαν ιδέα και ιδανικό, να την αγαπήσουμε βαθιά όσο νομίζουμε ότι μας αγαπάνε όλες οι ιδέες των άλλων που ερωτευτήκαμε και ερωτεύτηκαν από εμάς. Και κάθε παράδοση σε όσες ιδέες ερωτευόμαστε -ενώ οι αλήθειες μένουν παρίες- είναι τόσο βάναυση, όσο και η επίθεση όσων συνηθίζονται. Γιατί είναι και η ζωή μέσα σε αυτά, οι αλήθειες που ξέρουμε για μας και όσες ζούμε ως το τελευταίο μας πόρο που θέλουμε και άλλο τα ασυνήθιστα τελικά κι ας μην είναι για μας ή και για κανέναν. Και ας είναι απλά αντίγραφα όσων θέλουμε αλλά δεν θα γίνουμε ποτέ καταχωνιάζοντας όσα είμαστε.

Όμως τα βραδιά όταν κλαις, τις μέρες όταν αγχώνεσαι, τα μεσημέρια όταν λυπάσαι και σε όλα τα ενδιάμεσα που περνάς καλά ή απλώς προσπερνάς πάντα συμφωνείτε με τα μάτια με όλα τα περαστικά κορμιά στο διάβα σου, ότι από όσα τελικά πραγματικά δεν αντέχονται η άβολη αλήθεια για όσα μας αξίζει να αγαπηθούμε θα είναι πάντα αυτή που θα μας λυτρώνει από αυτά.

Συντάκτης: Πέπη Νάκη