Όσες σιωπές και αν κοπιάσαμε μέχρι να μοιραστούμε με κάποιον, πάντα τα λόγια είναι που θα μας σώζουν. Η ζωή είναι γυμνή από μόνη της, μη γελιέσαι όταν για λίγο είναι απλή, γιατί έφτασες στο τέλος της ανηφόρας. Κοίτα δίπλα, έχει και άλλη κορυφή. Τη γύμνια αυτή κορυφής και ζωής ή κορυφωμένης ζωής, να τη ντύνεις. Το παραμύθι μας δε θα άξιζε ούτε τις ανάσες μας τις ίδιες αν δεν τρέχαμε να τις ντύσουμε με λέξεις, να τις αποδώσουμε με προτάσεις και να καθιερώσουμε με υποκείμενα και ρήματα όσα μας κάνουν να θέλουμε να ξημερώσει και άλλη μέρα. Όσο πιο πολλές, όσο πιο μεγάλες τόσο πιο ασφαλείς και εμείς. Θέλουμε τέτοιες μεγαλοσύνες να φτιάχνουμε, να πιάνουν χώρο, γιατί έτσι είναι πιο βαριά και τα συμβόλαιά μας. Μη γελαστείς πως φτάνουν τα ανείπωτα, γιατί δε φτάνει η πραγματικότητα. Γι’ αυτό ντύνουμε με φανταχτερές λέξεις στιγμές στο μυαλό μας που έγιναν ή μας προσπέρασαν, τρέχουμε σε πνευματικούς με μέτριο ανάστημα και ψηλή καρδιά που ανεβαίνει πάνω από τα εικονίσματα να μας ακούνε να λέμε τις λέξεις του παραμυθιού μας και να τις στραγγίζουμε σε προσευχές που δε βγήκαν. Τις τραγουδάμε στο ράδιο νιώθοντας οι ήρωες ενός βίντεο κλιπ πριν το βάλουμε να παίξει πάλι, τις κάνουμε πρόβα φωναχτά ή κουκουλωμένοι και μόνοι περιμένοντας εκείνη τη μια στιγμή, της κορύφωσης του παραμυθιού μας. Τις δίνουμε και τις παίρνουμε πίσω αν είμαστε τυχεροί από εκείνη τη μια ύπαρξη που όλη μας η συνύπαρξη μαζί της όταν εξορίσει τη φαντασμαγορία, βεβαιωνόμαστε κάθε φορά ότι φτιάχτηκε μόνο για μας και την πραγματικότητα μας.

– Δε με πονάει. Θες να μάθεις πώς νιώθω, αλλά είναι όλο ένα δεν.
– Δεν κοιμήθηκες πάλι έτσι; Αναμμένα μάτια, σβησμένα τσιγάρα.
– Τους είπα ότι ήμουν στο πάρτι. Τέτοια μάτια δεν έχουν και εκεί; Ή είναι από τα άλλα που κατάφεραν να ξεχάσουν;
– Από τα άλλα. Όμως για λίγο.
– Είπες και ότι χόρευες;
– Είπα και ότι έκανα και φίλους. Είπα και ότι γελούσαμε χωρίς χιούμορ. Είπα και ότι μέθυσα απ´το νερό. Όλα τα είπα. Εκτός από το ότι δεν πήγα.
– Γιατί;
– Γιατί όσο πιο φτωχή η πραγματικότητα, τόσο πιο φαντασμαγορικό το παραμύθι, μωρό μου.
– Απόψε ας κοιμηθούμε. Από αύριο θα ψάξω να βρω. Όλο και κάποια ιστορία της προκοπής θα έχουμε να ζήσει να τους πούμε.
– Εννοείς αληθινή;
– Ναι. Τη φτώχεια μας την ξέρω, το λίγο, μέσα και έξω. Θα ψάξω να βρω το πολύ μας.
– Λες και αυτοί παραμύθια να μας λένε; Για ζωές λουσμένες από εμπειρία και μέλλον βουτηγμένο στο «ξέρω τι κάνω»;
– Αν είναι έτσι τότε έχουν και αυτοί τον ίδιο κεραυνό με μας στην καρδιά.
– Γι’ αυτό τόσα δάκρυα κάθε φορά. Αναρωτιόμουν γιατί να θέλει να μας πνίξει ο ουρανός.
– Γιατί όλο εκεί λέμε ότι θα φτάσουμε και μονίμως καταλήγουμε και πιο κάτω. Βαρέθηκε να τα βάζει με το βάθος μας και παίρνει εκδίκηση τώρα.
– Για αυτό τους είπα ότι κοίταζα ψηλά χορεύοντας ποπάκια στο πάρτι, ενώ στο στήθος είχα ζεϊμπέκικο.
– Είχες και βλέμμα αδιάφορο για να ενισχυθεί στο παραμύθι, ότι δε σε νοιάζει τι θα κατεβάσει από εκεί πάνω ε;
– Ναι, μη φανεί φοβάμαι. Μες στη φτώχεια μου αυτό είναι πολυτέλεια.
– Να δώσουμε παραμύθι και σε αυτούς που μετράνε;
– Τσέκαρε τους πρώτα. Αν ξέρουν ότι τα δυο γίνονται ένα μόνο όσο υπάρχουν αυτοβούλως και ευθαρσώς σαν δυο, όχι. Μόνο να θυμάσαι να τους σκεπάζεις τα βραδιά. Τίποτα άλλο.
– Εκεί ψηλά είναι και Αυτός. Ξέρεις ο Μεγάλος Τύπος. Να Του ζητήσω απόψε να μην τα πιστεύουμε και οι ίδιοι τα παραμύθια μας, αφού από αύριο θα ψάξω για τα άλλα;
– Αν δεν τα πιστέψουμε εμείς πώς θα τα βάλουμε στόχο;
– Τουλάχιστον θα έχουμε ζήσει το μύθο μας στο μυαλό μας, καλά λες.
– Να έρθω λίγο πιο κοντά να στο ψιθυρίσω αυτό;
– Πάλι δεν μπορείς να το πεις φωναχτά;
– Μπορώ αλλά φοβάμαι ότι θα ‘ναι αλήθεια αν με ακούσω να το λέω.
– Μίλα μου. Έκανα μεγάλη απόσταση από το δικό μου φόβο στο δικό σου μόνο για να σε ακούσω.
– Να, αναρωτιόμουν πάλι. Αφού θέλουμε αυτούς που μένουν, γιατί τους βλέπουμε να φεύγουν;
– Για να εμπεδώσουμε ότι δε θα μας πάρουν μαζί. Τραβάνε για αλλά παραμύθια που δε θα παίζει η σκιά μας μέσα τους.
– Ακόμα δεν πονάς;
– Δε λέω, με ενοχλεί και δεν καταλαβαίνω, γιατί αφού το κάλυψα με παραμύθι ακόμα στάζει.
– Κάποια τσιρότα δεν το ρουφάνε όλο το κόκκινο. Έπρεπε να την αφήσεις ανοιχτή την πληγή.
– Νομίζω επίτηδες το έκανα. Γιατί αν δουν την πληγή θα δουν ότι είμαι ένας από αυτούς.
– Αφού δε μας παίρνουν αυτοί χαμπάρι, ας τους πάρουμε εμείς. Ας τους το πούμε πως ξέρουμε ότι όλοι το ίδιο είμαστε.
– Μετά θα πρέπει να ζήσουμε σαν να το εννοούμε όμως. Όχι άσε. Καλύτερα παραμύθι να καλύπτει τη φτώχεια μας. Ο πλούτος του «μαζί» είναι όλο νοήματα.
– Και τι πειράζει; Αφού ξέρουνε να πάμε βαθιά. Για αυτό έχει τέτοια φοβερή θέα προς τα πάνω; Ε πες το ντε! Όλο παραμύθια μου λες!
– Θα πάω απόψε κιόλας να τους το πω. Αύριο θα είναι αργά.
– Ή και πολύ νωρίς. Αλλά μην πας, είναι επικίνδυνοι όσοι δεν ξέρουν τίποτα πέρα από το παραμύθι τους.
– Θα πάω σου λέω! Θα τους πιάσω τα κρύα χέρια και θα τους μιλήσω δυνατά.
– Όσο δυνατά δεν μπορούσες πριν;
– Ναι, τόσο. Θα τους πιάσω τα κρύα χέρια και τα γυρίσω γύρω από το κορμί τους. Να πάρουν αγκαλιά τον εαυτό τους. Να του πουν ότι δεν πειράζει που η ζωή δεν είναι το φαντασμαγορικό πάρτι που σε κάλεσαν όλοι, έχει και αλλού μουσικές. Και αν δεν έχει γράψε δικές σου. Χόρευε μέχρι το πρωί με την αλήθεια σου.
– Τι θα κάνω εγώ με σένα; Πώς να σε σώσω από σένα, ενώ σε χρειάζομαι τόσο για μένα;
– Εσύ με μένα, εδώ τώρα κάτω από τα σκεπάσματα θα κάνεις ένα παραμύθι. Σε αυτό θα λέμε όλοι φωναχτά πως ζούμε.
Και κανείς δε θα περιμένει να σωθεί. Ούτε εμείς, ούτε αυτοί.

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.