Αν η ελπίδα πεθαίνει τελευταία είναι γιατί πρώτα έχει εξοντώσει εσένα. Κοιτάει γύρω, συνειδητοποιεί ότι δεν έχει μείνει κανείς κι επειδή η μοναχική ύπαρξη της της είναι δυσβάσταχτη, αυτοκτονεί. Πριν, όμως, έχει δώσει τα κλειδιά της στην επόμενη που θα έρθει και θα κατοικήσει στη δική σου ύπαρξη.

Η λογική βάζει στοιχήματα πότε εναντίον σου και πότε υπέρ σου, ανάλογα το κατά πού γέρνουν οι πιθανότητες να το παραδεχθείς. Αν όχι φωναχτά ή σε κάποιον άλλον, τότε έστω κρυφά, ψιθυριστά στον εαυτό σου, κάτω απ’ τα σκεπάσματα να μη σας βλέπει κανείς. Να παραδεχθείς ότι κάθε φορά που λες «άλλη μια φορά τελευταία» είναι στην ουσία ένα «λίγο ακόμα» που γίνεται «πολύ ακόμα» και πολλές φορές, πριν καν αρχίσεις να τις μετράς.

Όλες αυτές τις φορές που είπατε να βρεθείτε να μιλήσετε για τα περασμένα. Να βρεθείτε να ξεκαθαρίσετε όσα συνέβησαν. Να βγείτε να τα πείτε ή να περάσει απ’ το σπίτι για μερικές εξηγήσεις ακόμα. Σε όλα «ναι». Όλες συνέβησαν κι η λογική τα παράτησε γιατί την άφησες ταπί και καθόλου ψύχραιμη κάθε φορά που στοιχημάτισε υπέρ σου. Γιατί έπαψες να την ακούς και τα ψέματα που πήραν τη θέση της δε ζουν ποτέ αρκετά ώστε να γεράσουν. Γίνονται μια ωραιότατη πικρή αλήθεια, που η ανθεκτικότητά της θα επιβιώσει ως και πυρηνικό πόλεμο.

Το ξέρω. Κανένας άνθρωπος δεν είναι νησί. Κανείς δεν είναι εντελώς αυτούσιος, αυτόνομος κι αυτάρκης μόνος του. Και κανείς δε θέλει στο κάτω-κάτω. Κανείς δεν προγραμματίστηκε απ’ την ίδια του τη φύση να θέλει να είναι μόνος του. Όμως πριν σε παρασύρει πάλι η αιώνια ανάγκη για συντροφικότητα του ανθρώπινου είδους, αναλογίσου πόσες φορές χρησιμοποίησες αυτή τη γενίκευση για να νιώσεις καλύτερα. Ή για να περάσει στα ψιλά και στα «δεν έγινε τίποτα» το να βρίσκεσαι με τον πρώην στη νυν ζωή σου.

Τότε γιατί τον λες πρώην; Σε ανάγκασε κανένας να σηκωθείς ένα πρωί και να χωρίσεις; Ή μήπως το έκανες γιατί αυτό έπρεπε να γίνει κι αυτό το π΄γγαιν’ έλα σας κάθε τρεις και λίγο δείχνει ότι κανείς δεν ήταν και τόσο σίγουρος τελικά;

Σίγουρα το ξέρεις αυτό που λένε για το γυαλί που σπάει και για το ξαναζεσταμένο φαγητό. Δεν ισχύουν. Μια χαρά κολλάει το γυαλί και κανείς δεν προσέχει τη ρωγμή αν το τοποθετήσεις σωστά πάνω στο τραπέζι. Και μια χαρά τρώγεται το φαγητό ζεσταμένο δύο και τρεις φορές και κανείς δεν ξέρει ότι δεν ήταν φρέσκο. Κανείς εκτός από σένα. Εσύ ξέρεις ότι η καλή διάθεση για συζήτηση ξανά και ξανά, ενώ έχει τελειώσει, δε θα λύσει τίποτα. Γιατί δεν υπάρχει κάτι να λυθεί. Έχουν όλα γίνει, έχουν όλα ειπωθεί.

Έτσι, απ’ το να κλάψεις με τη μοναξιά σου το βράδυ μέχρι να πάψεις να κλαις τελείως και να πας παρακάτω καθυστερείς το αναπόφευκτο, μήπως κι αυτή η ξετσίπωτη η ελπίδα ντραπεί επιτέλους και σε αφήσει στην ησυχία σου. Όμως δε θα το κάνει, γιατί από σένα τρώει για να ζήσει και πάντα θα επιστρέφει όχι όπως ο δολοφόνος στον τόπο του εγκλήματος (γιατί στην τελική δεν είναι αυτή που σε σκοτώνει), αλλά όπως ο καπνός στην χαραμάδα της πόρτας. Αθόρυβα και τοξικά.

Οπότε πριν γεμίσει το δωμάτιο αναθυμιάσεις, έχεις την επιλογή να παραδεχθείς όσο πιο καθαρά και ξάστερα γίνεται ότι όλο αυτό το πισωγύρισμα είναι γιατί ακόμα δε σας έχει τελειώσει ή ακόμα λείπετε ο ένας στον άλλον και θα συμβαίνει μέχρι να το εξαντλήσετε όλο αυτό που σας έδενε από μέσα σας, μέχρι να βγει απ’ το σύστημά σας τελείως.

Ή θα παραδεχθείς εξίσου ξεκάθαρα ότι προσποιείσαι για πολύ καιρό ότι ο καπνός στο δωμάτιο είναι απ’ τη φωτιά ανάμεσά σας κι όχι από αποκαΐδια και θα το σταματήσεις. Αντιμετωπίζοντάς το βέβαια όπως και κάθε άλλη εξάρτηση. Αποφεύγοντάς την κι υπενθυμίζοντας στον εαυτό σου (όσο κόπο, ιδρώτα, αυταπάρνηση ή μοναξιά κι αν χρειαστεί) ότι για κάθε πρώην σφάλμα θυσιάζεις ένα νυν –ίσως κι αεί– σωστό.

 

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη