Συνήθως την τελευταία συμφωνία δεν τη θέλει κανείς. Κανένας δεν την αποδέχεται πλήρως. Κανένας δεν είναι πραγματικά παρών. Δεν είναι ότι γίνεται στα μουλωχτά ή ότι δεν είναι συγκεντρωμένοι όσοι συμμετέχουν, αλλά είναι κάτι σαν παράδοση στον ανθρώπινο οργανισμό να μη βιώνει το τέλος στην ώρα του, παρά αργότερα. Όταν θα έχει ωριμάσει όχι η κατάσταση, αλλά η μοναξιά. Η απώλεια της συνήθειας. Γι’ αυτό και στην τελευταία συμφωνία μιας ορχήστρας που παύει να παίζει, κανείς δε θέλει την ευθύνη της.

Τα όργανα συνήθως δε σταματάνε αναλογικά με τα ζωτικά όργανα. Η καρδιά ακόμη δουλεύει. Η ψυχή ακόμη νιώθει. Τα αισθήματα είναι όλα σε εγρήγορση. Όμως η μουσική μιας σχέσης που παύει να ακούγεται ψάχνει να βρει την ησυχία που της αρμόζει. Θα ακούσεις πολλούς να λένε ότι δεν τη χρειάζεσαι αυτή τη σιγή. Να ανακατεύεσαι με αλλά σώματα, να ψάχνεις φασαρία, φωνές, ομιλίες, ξένες μουσικές, ήχους όλων των ειδών.

Και να μη μένεις μόνος. Γιατί η ησυχία, αν κάποιος την αντιμετωπίζει μόνος, το μόνο που θέλει εκτός από το να σε ρουφήξει είναι να σε κάνει να εξομολογηθείς. Στον εαυτό σου, αυτόν που ξέρει όλη την αλήθεια. Ακόμα κι αυτή που δεν έχει σχηματιστεί σε λέξεις κι ίσως δεν το καταφέρει και ποτέ. Ίσως αυτός να είναι και ο κύριος λόγος που αποφεύγουμε την τελευταία συμφωνία. Γιατί είναι η τελευταία πράξη που μας ανακατεύει αναπόφευκτα με τον άλλον κι αργά ή γρήγορα, μετά από αυτή, θα βρεθούμε με το δικό μας ανακάτεμα, πάνω που νομίζαμε ότι κάπως το ισιώσαμε.

Ίσως αυτός να είναι ο δεύτερος λόγος, αν υπάρχει τελικά καταμέτρηση. Ότι όλες οι σχέσεις μας δίνουν την αίσθηση -ή έστω τους την αποδίδουμε εμείς- ότι θα βάλουν μια τάξη στους θορύβους μέσα μας και η μουσική άπαξ κι ενωθούμε με τον άλλον θα είναι μόνιμα αρμονική, ή έστω θα βγάζει νόημα. Όμως όλο αυτό είναι απλώς μια προσδοκία που δεν εκπληρώνεται ποτέ.

Ξεχνάμε ίσως γιατί το θέλουμε, θέλουμε και μας αρέσει να μην έχουμε μόνο τον εαυτό μας πια, να έχουμε και αλλά χέρια να μας δίνουν και να περιμένουν κάτι από μας κι άλλο κορμί στο κάδρο. Θέλουμε να έχουμε δική μας αλλά και κοινή μουσική. Όμως η κατάδική μας παραμένει ολοζώντανη. Άλλοτε φρέσκια κι άλλοτε επαναλαμβανόμενη, αλλά δεν πάει ποτέ πουθενά. Όχι γιατί είμαστε καταδικασμένοι να κολλήσουμε πάνω της αλλά γιατί έτσι γίνεται με όλα τα δικά μας.

Και θέλουμε τόσο να τα μοιραστούμε, τόσο να χαθούμε μέσα σε όσα μας ανήκουν και να τα μπερδέψουμε και με του άλλου για να γίνουμε ένα, που φτάνει στο τέλος οτιδήποτε μοναδικά δικό μας να ακούγεται παράφωνο. Ίσως και να είναι. Ίσως όμως να είναι κι ένας ήχος από αυτούς τους καινούργιους, γιατί όσο είμαστε ζωντανοί θα προκύπτουν και καινούριου παλμοί, με νέους χτύπους.

Και ίσως όλη η παραφωνία να είναι και μέρος της διαδρομής μας, ασχέτως του αν είμαστε φτιαγμένοι να είμαστε μόνοι ή όχι. Ας είμαστε παρόντες τουλάχιστον. Ας είμαστε εκεί όταν τα όργανα οργιάζουν ή σωπαίνουν ή βαριούνται με την ίδια δύναμη, με όση μας περισσεύει έστω, ακόμα και όταν σωπαίνουν. Να είμαστε εκεί και ποτέ δε θα είμαστε μόνοι. Άλλωστε θα έχουμε πάντα τον εαυτό μας.

Και τα όργανα σώπασαν, εκεί, στην τελευταία συμφωνία της σχέσης. Ζώντας τη σιωπή, μέχρι να τη σπάσει ξανά το χειροκρότημα.

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου