Ο καιρός περνάει για όλους. Το πέρασμά του μετράει το ίδιο όλες εκείνες τις φορές που η ώρα δεν περνούσε μα κι όλες εκείνες που έτρεξε πιο γρήγορα κι από πνιγμένο δάκρυ στο μαξιλάρι μας. Ο χρόνος είναι ίδιος, απαράλλαχτος, σταθερός. Άλλες φορές περνάει από πάνω μας, άλλες από δίπλα μας, άλλες πάλι δεν τον καταλαβαίνουμε, άλλες νομίζουμε ότι τον ξεγελάσαμε, όμως είναι πάντα εκεί.

Απ’ τη στιγμή που θα αρχίσουμε να τον μετράμε και σαν κατεστημένο θα εδραιωθεί στη ζωή μας, με όλη μας την απροθυμία –αφού μισούμε την εξουσία του– γίνεται μία απ’ τις πιο σταθερές μας αξίες. Γιατί σταθερή αξία θα ‘ναι πάντα αυτό που φτιάχνει τη βάση για να ‘χεις σωστό πεδίο να λειτουργείς, χωρίς καν να το πάρεις χαμπάρι.

Γιατί, είπαμε, εσύ τον μισείς που ορίζει σε όλο του το πέρασμα την ουσία όσων διέπουν την ύπαρξή σου. Όλων εκείνων που νόμιζες ότι χωρίς αυτά δεν κάνεις και τώρα ζείτε άνετα χώρια όλοι μαζί. Κι εκείνος ο ένας άνθρωπος που η μία του μονάδα φτιάχνει το άθροισμα όλων αυτών, βρήκε τελικά τη θέση του στον ήλιο, κοίταξε ψηλά και σπατάλησε κι άλλο χρόνο αναπνέοντας τον αέρα που επέλεξες να μη μοιράζεστε.

Δεν ήξερε ότι εσύ υπολογίζεις τις ώρες σου μετρώντας το άθροισμα όλων εκείνων που τελικά τόσο άνετα άφησες να φύγουν. Έτσι, μαζί τους έφυγε κι εκείνη η ύπαρξη, κι εσύ κατάλαβες αργά πια ότι η αξία της δικής σου, τελικά, μετριέται απ’ το πόσο αγαπήθηκε. Όχι απ’ τις μνήμες που έχεις στο νου σου και διακοσμούν κάθε στιγμή μοναξιάς, πλήξης και αυτολύπησης αλλά απ’ την πραγματικότητα που της άνοιξες την πόρτα με θράσος να βγει έξω.

Κι είχες τόση άνεση, γιατί νόμιζες ότι απλά θα πάει βόλτα να πάρει τον αέρα της, γιατί δεν μπορεί χωρίς εσένα -κι όμως, δε γύρισε ξανά. Το κεφάλι εκείνο που κοιτάει τον ήλιο τώρα, τότε μετρούσε βήματα για να τα καταφέρει όσο γίνεται πιο μακριά σου κι όσο η απόσταση μεγάλωνε κι ο χρόνος δεν ήταν πλέον κανενός, άλλο τόσο πήρε τη δική του θέση μέσα σου.

Μεγαλύτερη κι απ’ τη θέση, την έκταση και την ένταση που έχει όποια άλλη ύπαρξη αγαπάς εσύ. Κι ας σε άφησε να φύγεις, κι ας μη σου έκλεισε την πόρτα, κι ας μη σου έδωσε την επιβεβαίωση ότι εδώ είναι που ανήκεις, όχι εκεί έξω, όχι στον ήλιο των άλλων παρά μόνο στον δικό σας πλανήτη. Όχι.

Εσένα το δικό σου «τίποτα» όταν σε ρωτάνε «τι έχεις;» είναι πάντα εκείνος ο άνθρωπος που σου έδωσε την καρδιά του, ενώ το ξέρεις ότι η παγκόσμια λογική, ο χρόνος που μετράει αξίες κι η ζωή υπαγορεύουν να ‘ναι εκεί που την έδωσες κι εσύ. Μόνο με όσα μας χαρίζουν χωρίς να τα ζητάμε νιώθουμε εμείς. Νιώθουμε κάποιοι, αυτοί οι σημαντικοί, οι σπουδαίοι που μπορούν να κατακτήσουν τον κόσμο με μόνο τους όπλο την καρδιά κάποιου άλλου, έτσι, επειδή τους την έδωσε απλόχερα.

Κι έτσι, σπουδαίος κι εσύ, με όλη την έπαρση που δίνει η παντοδυναμία της αγάπης, την άφησες να φύγει μόνο και μόνο γιατί περίμενες να γυρίσει πίσω και να σου πει ότι δεν μπορεί χωρίς εσένα. Κι έμεινες έτσι, να μετράς τις ώρες που λείπει κι αυτές μετρώντας το ανάστημά σου τελειοποίησαν το φευγιό σου, που πια νόμισες ότι η φυσική κατάσταση της καρδιάς είναι να τη διώχνεις και την αφήνεις να σε διώξει.

Τελικά, καταλήγεις σπασμένος μέντορας για τις καρδιές των άλλων και συμβουλεύεις αν ποτέ βρουν κάποιον να τους αγαπάει, να μην τον αφήσουν να φύγει, να τον κρατήσουν όπως θα κράταγαν τη ζωή τους στην επιφάνεια. Σφιχτά και γερά να κολυμπάει πάνω από όλα τα κύματα, να φτάνει στο λιμάνι ασφαλής, σε αυτό ανάμεσα στα δυο τους χέρια. Κοιτάς τα δικά σου που ‘ναι άδεια κι οι νουθεσίες σου ισχυροποιούνται και σώζουν ζωές. Όλες εκτός απ’ τη δική σου.

 

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη