Έχεις μέρη να πας, απλώς δεν έχεις μέρη να μείνεις. Δεν είναι που φοβάσαι μην περιπλανιέσαι μια ζωή, είναι που τίποτα άλλο δε βγάζει νόημα πλέον μετά από όλα αυτά. Τα ήξερε από πάντα. Πριν χτυπήσεις την πόρτα και κάτσεις να τα πεις σαν να έτυχαν σε άλλον. Πριν δώσεις το προβαρισμένο σου βλέμμα ότι πια ξέρεις ότι όσο πιο βαθιά η πληγή τόσο πιο σωστός ο χαρακτήρας. Ήξερε όμως κυρίως, γιατί το ήξερες κι εσύ, ότι όσο πιο βαθύ το ρήγμα μόνο περισσότερο βάθος θα αποκαλύπτει. Κανένας δε θα το ρωτάει, κανένας δε θα του δίνει σημασία, αλλά αυτό θα βαθαίνει κάθε που πίνεις τον καφέ σου μάγκας ότι τα κατάφερες και σήμερα. Κάθε που κάπου θα νικάς και θα θες να το μοιραστείς θα είναι μια από τις χιλιοπαιγμένες κασέτες διαλόγων σου. Κάθε που θα θες να ξεκουραστείς, που δε θα τα καταφέρνεις κι εσύ θα το αποδίδεις στην υπερένταση των καιρών, αλλά μόνο το συγκεκριμένο πρόσωπο θα ξέρει πως τίποτα δεν είναι έτσι. Γιατί το ξέρεις και εσύ.

Αυτά που θα ισορροπούν πάντα ανάμεσα στη ζωή και στην απλή ύπαρξη -ενώ εσύ από πείσμα λες ότι ζεις-, θα φανερώνουν πάντα όσα θες να ζήσεις. Σε μια ρυτίδα που χάιδεψε ενώ εσύ κοιμόσουν, σε ένα γέλιο ενώ ήθελες εσύ να τον κάνεις να γελάσει, σε μια κουβέντα που σου γύρισε πίσω και σώπασες, γιατί ακριβώς αν μίλαγες κι άλλο θα μίλαγες για πάντα. Σε εκείνο το βήμα που έκανε δίπλα σου και τόλμησες να το σκεφτείς ως κάτι δεδομένο, γιατί ακριβώς αν παραδεχόσουν ότι δεν ήταν, θα ήθελες και σένα να σε μάθει να περπατάς από την αρχή. Σε εκείνες τις ώρες που σου πλημμύριζε το σώμα μόνο, γιατί πρώτα σού είχε κατακτήσει το πνεύμα και προσποιήθηκες ότι απλώς σε κάνει ό,τι θέλει το κορμί σου. Γιατί ακριβώς αν αναγνώριζες τη σπανιότητα της ένωσης θα μετακόμιζες μόνιμα σε ‘κείνο το κρεβάτι. Σε ‘κείνη τη στιγμή που έπιασες στον αέρα ότι πάει να φύγει, γιατί ξέρει πού θέλει να μείνει και ξεγελάστηκες ότι απλώς ξεμακραίνει για να σε κάνει να ψάξεις. Όχι γιατί η φυγή θα είναι πράξη και όχι κόλπο απ’ αυτά των ενηλίκων που κάνουν μέχρι και τα παιδιά να γελάνε, αλλά γιατί είναι όντως το πρόσωπο αυτό μοναδικό. Είτε έψαχνες την ένωση είτε όχι, είτε την ήθελες είτε όχι, αυτή η ανώτερη δύναμη της οποίας το πλάνο τα νικάει όλα, στην έφερε. Λογικά δε θα ζήσετε ποτέ μαζί για να βιωθεί αυτή η μοναδικότητα όμως είναι λυτρωτική αυτή η γνώση.

Σκέψου μόνο πόσοι ψάχνουν καθημερινά αυτόν τον έναν άνθρωπο και εσύ τον βρήκες. Μέσα στις επιδράσεις της λύτρωσης θα είναι και ότι δεν ήξερες τι να τον κάνεις αφού τον βρήκες αυτόν τον έναν σου άνθρωπο, αλλά δεν πειράζει γιατί αυτό ακόμα δεν το έχεις καταλάβει. Θα το καταλάβεις όταν σε χτυπήσει στο πρόσωπο σαν τον ήλιο το πρωί, ή σαν το κρύο νερό το χειμώνα ή τον αερόσακο στην άσκοπη σύγκρουση πως αυτός ο ένας έρχεται για να τα κάνει όλα ευκολότερα. Να κυλάει η ζωή στην τσουλήθρα και ας είναι το ίδιο απάλευτη με χθες. Με την κάθε μέρα. Και εσύ κάνοντας τη ζωή και την κάθε πράξη δυσκολότερη και για τους δυο, έδωσες τη μια και μοναδική σωστή γνώση: πώς είναι ο κόσμος όταν κάποιος θέλει να μείνεις και πώς όταν δε θέλει. Είναι αλλιώτικος σίγουρα και στη μια περίπτωση και στην άλλη. Όμως έχουν ένα κοινό: την απλότητα των πραγμάτων. Όταν κάποιος θέλει να μείνεις δεν υπάρχει τίποτα που να μην απλοποιήσει για να γίνει. Ακόμα και εκείνη τη φωνή στο κεφάλι του που μόνιμα κινδυνολογεί θα την κάνει φίλο σας. Όπως και όταν δε θέλει να μείνει ή να μείνεις θα είναι τόσο απλή η απουσία του, σαν νερό που τρέχει αβίαστα αν ανοίξεις τη βρύση, που θα κάνει και τη δική σου απουσία το μόνο σωστό σε αυτόν τον αλλιώτικο κόσμο.

Όσες αποδείξεις και αν μαζέψεις, όσες συνεννοήσεις και άσκοπες συζητήσεις, όσα μηνύματα και αν ανταλλάξεις, πώς να κατηγορήσεις κάποιον που η καρδιά του δεν είναι στην ίδια θέση με τη δικιά σου; Πώς μπορείς να του πεις ότι φταίει όταν το μόνο ειλικρινές είναι πως θέλει να απέχει; Πώς να προσάψεις σε κάποιον ότι δε σου χαρίζει τον κόσμο όταν δεν θέλει να φτιάξετε έναν από κοινού; Άλλωστε πάντα πίστευες ότι η αλήθεια πρέπει να πέφτει στα πάντα σαν λυτρωτική βροχή από τον ουρανό. Πώς μπορείς να τους αποδώσεις ευθύνη όταν από την ίδια βροχή ξεκαθάρισαν και τη θέση τους; Ξέρεις τι μπορείς να κάνεις, πάντα ήξερες. Να τους γυρίζεις και εσύ πάντα πίσω την αλήθεια και να εύχεσαι αυτή και μόνο να τους βγάλει στη ζωή που λαχταράνε. Όχι αυτή που έφτιαξε το σπίτι τους, όχι αυτή που τους περιέγραψαν οι φίλοι τους, όχι αυτή που τους στέρησαν οι παλιές αγάπες, αλλά εκείνη που μοιάζει σαν παχύ σύννεφο από συναίσθημα, αλλά ζει στο δίπλα στενό, τόσο απλά και πεζά εξίσου. Ή όποια άλλη ζωή που εσύ και κανείς άλλος δε φαντάστηκε, αλλά μιλάει στην ψυχούλα τη δική τους και μόνο. Να τους το εύχεσαι με όλη σου την καρδιά στην οποία ζουν μέσα. Να τους το εύχεσαι όσο θα τους ξεπερνάς, όσο θα μιλάς ωραία για αυτούς, αλλά όχι με αυτούς, να τους το εύχεσαι όταν θα έχεις φτάσει στη ζωή που κι εσύ λαχταράς να μείνεις. Να τους το εύχεσαι τώρα που φεύγεις, γιατί αυτή η ευχή και η καταγωγή της θα σου σβήνει κάθε αμφιβολία αν τελικά έκανες σωστά εφόσον κανείς δε σου είπε και να μείνεις.

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.