Παραπάνω απ’ το να μας βλέπουν, μας αρέσει το να μη μας βλέπουν. Το να μη μας παίρνει κανείς χαμπάρι, να μην αντιλαμβάνεται κανείς το πού είμαστε, τι κάνουμε και καμία φορά και το ποιοι είμαστε. Κι ας φωνάζουμε κι ας πασχίζουμε οι άλλοι, κυρίως οι σημαντικοί άλλοι και δη αυτός ο σημαντικός ένας στη ζωή μας, να μας κατανοήσει, να μας δει εκεί που οι άλλοι ακόμα μας ψάχνουν, να μας ψάξει και να μας μελετήσει εκεί που οι άλλοι ή ακόμα κι εμείς οι ίδιοι ούτε που ξεκινήσαμε το διάβασμα.

Ας σκοτωνόμαστε για όλη αυτή τη διεύρυνση, κατά βάθος πάντα θα μας αρέσει αυτή η αθέατη μεριά που μπορούμε να κρυφτούμε και να ‘μαστε ο εαυτός μας, όπως μόνο εμείς ξέρουμε και μόνο εμείς ανεχόμαστε. Ενίοτε όχι μόνο μας αρέσει, αλλά καυχιόμαστε και που την έχουμε, γιατί είναι απ’ τα λίγα μας απροσπέλαστα, απ’ τα μοναδικά στο είδος τους πράγματα που όσοι τα περιβάλλουν –σημαντικοί ή όχι– δεν μπορούν εύκολα να μπουν και πόσο μάλλον να ερευνήσουν.

Γι’ αυτό, λοιπόν, είτε για να μη χάσουμε έναν κρίκο από όσους συνθέτουν την αυτοκυριαρχία μας, είτε για να ‘χουμε κάτι μόνο δικό μας, που θα καταφεύγουμε στο σκοτάδι του από ύλη και στόφα της μοναδικότητάς μας χωρίς εξωτερικές επεμβάσεις, καλές ή κακές, έχουμε την τάση να κρύβουμε και να κρυβόμαστε. Η τάση αυτή πάντα γέρνει στα αρνητικά. Στα κουσούρια και σε όσα δεν έχουμε και πολλά να κοκορευτούμε για αυτά, χωρίς να αντιλαμβανόμαστε –μέχρι να ‘ναι αργά ή να συνηθίσουμε τόσο στις συνέπειές τους– ότι δεν πρόκειται για δύναμη κι αυτοκυριαρχία να κρατάμε τα κουσούρια μας κρυφά απ’ το σύντροφό μας αλλά για ξεκάθαρη επιλογή.

Επιλογή του αδύναμου που νομίζει ότι θα ισχυροποιήσει τη θέση του, αν ξέρει μόνο αυτός τα αρνητικά της. Καταλήγει, ωστόσο, είτε αργά είτε γρήγορα και στη μη αντιμετώπισή τους αλλά και στη στρογγυλεμένη αλήθεια, σερβιρισμένη με προσεκτικά διαλεγμένες έννοιες, όλα με κατεύθυνση τον σύντροφό μας που σίγουρα –αν είναι, όντως, τόσο σημαντικός όσο θέλει να ‘ναι– του αξίζει μεγαλύτερος αυθορμητισμός.

Με τον αυθορμητισμό εννοείται η οποιαδήποτε πιθανή του έννοια. Ο σύντροφος που θέλει να ‘ναι αντάξιός μας, αλλά και που να του αξίζουμε κι εμείς, πρέπει να επιδίδεται μόνιμα και σταθερά μαζί μας σε ένα φοβερό –γεμάτο βεγγαλικά και χαρά, ασυμμάζευτους εαυτούς κι έτοιμα κορμιά– αλισβερίσι ανόθευτης συμπεριφοράς κι ας καταλήγει να θυμίζει απ’ την ορμή και τη χοντροκομμένη –χωρίς δεύτερη σκέψη– εκδήλωση ένα ξερατό από ξαλάφρωμα που ‘μαστε ο εαυτός μας με όλα του τα στραβά, τα ανάποδα, τα ακατανόητα και τα μη διαχειρίσιμα, που κανείς δε νοιάζεται να σκουπίσει.

Συνάμα, δεν είναι πάντα απαραίτητο να έρχεται κατά πάνω μας με φόρα ο άλλος να μας μάθει ή να ανακαλύψει τα καλά και τα κακά μας. Θα πρέπει κι εμείς να τα εκδηλώνουμε κι ακάλεστα ή να συζητάμε γι’ αυτά, βάζοντάς το προτεραιότητα, χωρίς να περιμένουμε να τα ανακαλύψει στο σκοτάδι που τα κρύψαμε ή να φοβόμαστε τι θα γίνει σε παρόμοια περίπτωση.

Να ‘ναι διαυγή όλα μας ωραία χρώματα κι όλα εκείνα που ανακατεύτηκαν με λίγο απ’ το ξερατό και λίγο απ’ το ανάθεμά μας κι ούτε που υπάρχει σε παλέτα τόση άσχημη απόχρωση. Άλλωστε, ο σωστός ένας, αν θέλουμε να γίνουμε εμείς αυτός, ή αν θέλουμε να τον βρούμε ή να καταλάβουμε αν είναι για να μείνει, είναι αυτός που πάντα έχει το υψηλότερο σκορ και νικάει εαυτούς κι αλλήλους στα άβολα.

Αυτά στριμώχνουν εμάς σε εμάς, κι αυτόν τον έναν με εμάς και για να χωρέσουμε όλοι ανάμεσα στα χρώματα και στους εμετούς, πρέπει η γωνίτσα που κρυβόμαστε να φύγει, με την ίδια αυτοπεποίθηση και σιγουριά που χτίστηκε.

 

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη