Να την πάρεις εσύ τη μέρα απ’ την αρχή! Γιατί, δηλαδή, να σηκωθώ σώνει και καλά με την αυγούλα, να ετοιμάζω πρωινά με μαρμελάδες, γάλατα, αχνιστούς καφέδες και χυμούς με πολυβιταμίνες, τώρα που το πιάσαμε το νόημα ότι το να της αλείφεις της αγαπούλας βούτυρο στο ψωμί δεν είναι η μεγάλη χλιδή;

Να σηκωθείς εσύ και να χασμουριέσαι όλη την ημέρα σαν θλιμμένος ιπποπόταμος που του έκοψαν την ονειροπόληση, αλλά το θυμήθηκε μετά τις έξι-εφτά κρίσεις πανικού για τον αν θα φτάσει εγκαίρως στη δουλειά. Να ξυπνήσεις εσύ να υποδεχτείς ότι θα χαράξει. Εγώ θα το δω αργότερα. Γιατί ξυπνάω ό,τι ώρα θέλω. Κυρίως μεσημέρι. τώρα που δεν είσαι εδώ. Αν, βέβαια, δε φώναζαν τόσο τα παιδιά που κατεβαίνουν απ’ το σχολικό  σαν να επρόκειτο να βρουν την Ντίσνεΐλαντ στο πιάτο του μεσημεριανού και δε στρίγγλιζαν τα μηχανάκια κι οι κόρνες σαν ένα μόνιμο αναγκαστικό φρενάρισμα εκεί που θα ‘παιρνε επιτάχυνση, το απόγευμα θα ξυπνούσα.

Φτιάχνω επιδερμίδα να τη βγάλω βόλτα στην αγορά. Να τη μοστράρω που έκοψε τη συνήθεια και που είχε το θράσος να της αρέσει και το χωρίς εσένα, και να την κεράσω παγωτό. Όταν λερώνεται, το αφήνω ως έχει. Είναι το παράσημό μου που γύρισα το νόμισμα απ’ την άλλη, όπως γυρνάω πλευρό. Ναι, εντάξει στη μία πλευρά έβρεχε, αλλά απ’ την άλλη πότιζε κιόλας. Κι εγώ σαν λουλουδάκι του μπαξέ, με φράπα αλαβάστρινη και παγωτό «αν πάρεις και τη μόκα θα κεράσω και τις άλλες δυο μπάλες», μου λέω «φτου μου, να μην αβασκαθώ», μη με βρει κάνα μάτι κακό –μου φτάνει το δικό μου με τις τσίμπλες–, και βγαίνω και για ποτάκι. Δε βάζω ξυπνητήρι, άλλωστε τι με νοιάζει πόσο θα τραβήξει το κλάμπινγκ, πόσο θα τραβήξει η νύχτα ή μέρα ή η ουρά για μπουγάτσα και μίλκο τα χαράματα, που η ανάσα της μιας θα βρομάει Άσσο άφιλτρο κι ο άλλος δε θα θυμάται πού άφησε το αμάξι;

Εγώ θυμάμαι πού έχω βάλει τα κλειδιά. Ρεύομαι μίλκο με λάδι από ψημένο φύλλο, τους φιλάω πεταχτά που τσακώνονται για να μοιραστούν την τελευταία τζούρα απ’ το τσιγάρο και μπαίνω σπίτι. Απαλλαγμένο απ’ τα κτητικά «σπίτι μας» και τα λιωμένα από ζάχαρη με λάσπες Σάββατο βράδυ στο λούνα παρκ, με απόηχο «Μωράκι μου, μου ‘πεσε το μαλλί της γριάς», είναι τεράστιο.

Ζω σε έναν ατελείωτο χώρο που τα πάντα ξεκινάνε μόλις γεμίσει καλά-καλά ο ήλιος και τα μάτια της κουζίνας καίνε για γλυκύ βραστό (να ανοίξει το μάτι και δίπλα κάνα μακαρόνι, κάτι πρόχειρο για μεσημεριανό, γιατί έχω να ετοιμαστώ και για εκείνο το πάρτι)κι όχι από «σ’ αγαπώ» που πάγωσαν πριν την ώρα τους, και πάλι μια περιουσία στο κλιματιστικό στο ζεστό, μέσα στο καλοκαίρι, λες και δε μας έφταναν οι άλλες εκτός θέματος διαταραχές μας, δηλαδή.

Ποιο ήταν το θέμα, είπαμε; Α, ναι! Ξυπνάω ό,τι ώρα θέλω τώρα που δεν κοιμόμαστε μαζί. Τελικά, αποδέχεται κανείς πιο εύκολα ότι η στάση κουτάλι, οι γλυκές κάτω απ’ τα σεντόνια κι ό,τι ακολουθούσε –ιδρωμένο ή μη– κάποια στιγμή αντικαθίσταται από κάτι πιο μονότονο (όπως το να ξύνεσαι άνετα τεντώνοντας πόδια και χέρια, χωρίς να ζητάς συγγνώμη στο μωρό σου) παρά το ότι δεν πήρες όσα like περίμενες στη φωτό με την καταπληκτική μοναχικότητά σου –εξίσου ανοιχτά χέρια-πόδια, σαν να περιμένεις το μάννα εξ ουρανού– και σχολίασαν μόνο κάτι θείες σου κι ούτε καν το μωράκι που πρόσφατα εντόπισες. Δε βαριέσαι, τελικά ίσως να έφταιγε το φίλτρο. Πολύ βουνό, λιγότερο μάγουλο ήταν η αναλογία ούτως ή άλλως, κι ας μη φόρτωσαν τα like.

Μου αρέσω εγώ κι εκεί αρχίζουν και τελειώνουν όλα. Εντάξει, κι εκείνο το ντόνατ στη βιτρίνα, αλλά κυρίως γιατί δε λέει ψέματα. Έχει όλες τις θερμίδες και τα τριγλυκερίδια του κόσμου, δεν πλασάρεται σαν κάτι άλλο που να μ’ αρέσει εξίσου ή να του αρέσω εγώ με λιγότερες συνέπειες. Δε με συνήθισε εδώ, θα το ρίξω στην κοιλιά μου πριν προλάβει να αποτυπώσει την όψη μου. Αυτή την αλαβάστρινη που χορταίνει ύπνο, παγωτό, ντόνατ, αγορές, μοναξιά επιλεγμένη και συντροφιά ενθουσιασμένη, χωρίς να πάρει τίποτα απ’ την αρχή -ούτε τη μέρα ούτε κανέναν. Τα αφήνει όλα πίσω και προχωράει.

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη