Για μερικούς από εμάς το να κλείσουμε τα συναισθήματά μας και να μην τα αφήσουμε να φανούν προς τα έξω είναι τόσο απλό όσο και το switch on, switch off ενός διακόπτη. Όπως ακριβώς και με εκείνον χειριζόμαστε το φως, ελέγχουμε το πότε, το πού και σε ποιον θα κλείσουμε ή θα ανοίξουμε τη πηγή με τα συναισθήματά μας αντίστοιχα. Το Emotional Detachment ή ελληνιστί η Συναισθηματική Αποσύνδεση είναι ο όρος που περιγράφει ακριβώς το πιο πάνω φαινόμενο. Από τη μία λειτουργεί ως μια σανίδα σωτηρίας μακριά από το στρες και το δράμα που θα συναντήσουμε όταν αποφασίσουμε να συνδεθούμε συναισθηματικά με κάποιον άλλον άνθρωπο. Από την άλλη ωστόσο, μπορεί να λειτουργήσει κι ως αφορμή για την προσποίηση συναισθημάτων τα οποία δεν είμαστε ικανοί ή δε θέλουμε να νιώσουμε.

Η αποστασιοποίηση λοιπόν του ανθρώπου από τα συναισθήματά του μπορεί να παρουσιαστεί είτε με τη θέλησή του είτε όχι, άρα μπορεί ο ίδιος άνθρωπος να ελέγξει με ποιο άτομο ή για ποιο γεγονός θα επιλέξει να κλείσει όσα νιώθει εκτός. Ο αμυντικός μηχανισμός του μυαλού τη στιγμή που το αποφασίζουμε ή με δική του βούληση, μπαίνει σε θέση να αμυνθεί άμεσα σε όλα αυτά που μπορεί να νιώσουμε, με ένα και μόνο σκοπό, να μη νιώσουμε τίποτα. Επιλέγοντας να απομακρυνθούμε από μια συναισθηματική κατάσταση, διαλέγουμε αυτομάτως να προστατεύσουμε τον εαυτό μας προληπτικά από τυχόν συναισθηματικές αλλαγές που μπορεί να προκύψουν δημιουργώντας μια κατάσταση εσωτερικής γαλήνης.

Κάποιοι από εμάς έχουμε την ικανότητα να παραμείνουμε ανενόχλητοι μπροστά σε οτιδήποτε μπορεί να ταράξει τον εσωτερικό μας κόσμο επειδή πολύ απλά διαλέξαμε τη συναισθηματική αποσύνδεση. Από την άλλη όμως, υπάρχουν και οι άνθρωποι που δεν επιλέγουν τη συναισθηματική αποσύνδεση, μα αντίθετα η αδυναμία αυτή -το να συνδεθούν συναισθηματικά δηλαδή με άλλους ανθρώπους- τους έχει επιλέξει. Το κακό δεν είναι όταν πρόθυμα ή απρόθυμα τραβάς το δρόμο της συναισθηματικής αποστασιοποίησης. Το κακό εμφανίζεται τη στιγμή που προσποιείσαι αυτά που νιώθεις.

Το να μην μπορεί ένας άνθρωπος να νιώσει ή να αποφασίζει ότι δε θέλει να νιώσει το οτιδήποτε, δεν του δίνει σίγουρα το δικαίωμα να προσποιείται πως νιώθει έστω και κάτι. Συνειδητά εκφράζει στον άνθρωπο που έχει απέναντί του συναισθήματα που θα ήθελε να νιώσει μα δεν μπορεί. Δημιουργεί έτσι έναν ψευδή κόσμο μέσα στον οποίο υποτίθεται πως νιώθει αυτά που νιώθει κι ο περίγυρός του και ταυτόχρονα εμποδίζει έμμεσα τον άλλον άνθρωπο να βρει αυτόν που θα του δώσει πραγματικά όλα αυτά τα συναισθήματα που εκείνος προσποιείται.

Σύμφωνα με έρευνες ένας από τους χιλιάδες λόγους που οδηγούν στην πράξη αυτή και ίσως ο κυριότερος, είναι αυτός του φόβου της μοναξιάς και της εγκατάλειψης. Οι άνθρωποι που δεν έχουν την ικανότητα να νιώθουν συναισθήματα έχουν πολύ συχνά την ανησυχία ότι θα παραμείνουν μόνοι τους. Αυτή η συνθήκη τους οδηγεί είτε με τη θέλησή τους είτε όχι, στην προσποίηση συναισθημάτων με αποτέλεσμα να μην αντιλαμβάνονται ούτε οι ίδιοι το παιχνίδι αυτό που παίζουν με τους άλλους. Εντούτοις, όποιος κι αν είναι ο λόγος, η μπάλα της προσποίησης παίρνει μαζί της κι όλους εκείνους γύρω του, οι οποίοι πιστεύουν σε ανύπαρκτα συναισθήματα. Ο εγκέφαλος γίνεται σκλάβος της προσποίησης αυτής δημιουργώντας έτσι την αίσθηση ότι αυτό που κάνουν είναι σωστό και πως με αυτό τον τρόπο θα κρατήσουν κοντά τους το οποιοδήποτε άτομο. Κι η αλήθεια είναι ότι τα καταφέρνουν αν προσποιηθούν τα συναισθήματά τους πολύ καλά.

Σημασία δεν έχει αν θα επιλέξεις να νιώσεις κάτι ή όχι. Σημασία, έχει ακόμα κι όταν δε νιώθεις κάτι να μην προσποιείσαι για τίποτα. Να έχεις τη δύναμη να πεις «δε νιώθω τίποτα για σένα» παρά να τραβάς σ’ ένα αβυσσαλέο παιχνίδι εσένα και τον άνθρωπο που ίσως να είναι έτοιμος να σου προσφέρει πολλά. Αν λοιπόν ξέρεις ή αποφασίζεις πως θες να κρατάς το χέρι της συναισθηματικής αποσύνδεσης, κοίτα να είσαι σίγουρος ότι δε θα προσποιηθείς αυτά που νιώθεις. Γιατί μπορεί αυτός που έχεις απέναντί σου να νιώθει πολλά.

 

Συντάκτης: Δέσποινα Κυριάκου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου