Τι θα έκανες αν σου λέγαμε πως από τούδε και στο εξής θα ζεις σε μία κοινωνία όπου το ψέμα δεν έχει εφευρεθεί; Πώς θα αντιδρούσες αν ήξερες πως θα ζούσες σε έναν κόσμο όπου ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν είναι προγραμματισμένος να λέει ψέματα και ασφαλώς ούτε να τα αναγνωρίζει όταν προέρχονται από τον απέναντι; Πώς θα ήταν ο κόσμος μας αν όλοι λέγαμε την απόλυτη αλήθεια σε όλους χωρίς να την παραμορφώνουμε ή να την διαφοροποιούμε;

Ο συγγραφέας Πολ Σίνγκερ έλεγε πως «Αν ζούσαμε σε μια κοινωνία που όλοι θα λέγαμε την αλήθεια, όσο σκληρή κι αν είναι, δε θα μπορούσαμε να κρατηθούμε για πολύ και σίγουρα δε θα είχαμε φίλους για περισσότερο από 24 ώρες» και ίσως να είχε και δίκιο. Σκέψου για λίγο πώς θα ήταν η κοινωνία μας αν δεν είχαμε την ικανότητα να λέμε ψέματα, μικρά και μεγάλα, πώς θα ήταν οι σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους, πώς θα ήταν οι σχέσεις μας με τον ίδιο μας τον εαυτό και γενικότερα πώς θα ζούσαμε αν ξέραμε ότι όλος ο κόσμος είναι κατασκευασμένος για να λέει μόνο την αλήθεια! Σού ακούγεται κάπως τρομακτικό και ίσως να μοιάζει με σενάριο επιστημονικής φαντασίας, αλλά δεν είναι, μιας κι έχουμε συνηθίσει να ζούμε λέγοντας και ακούγοντας ψέματα.

Επί καθημερινής βάσης ο άνθρωπος ακούει από 10 έως 200 ψέματα διαφορετικού είδους και μεγέθους χωρίς απαραίτητα να το γνωρίζει. Μπορεί αυτά να μην προέρχονται απευθείας από αγαπημένα ή κοντινά του πρόσωπα, αλλά βρίσκονται σε διάφορες μορφές μέσα στην καθημερινότητά του. Ο ίδιος από την άλλη κατά μέσο όρο θα πει ένα μεγάλο ή μικρό ψέμα μέσα στην ημέρα του. Γιατί λοιπόν λέμε ψέματα;

Ενδεχομένως να ανακαλύψαμε την τέχνη του ψέματος γιατί το να λες αυτό που πραγματικά σκέφτεσαι χωρίς να φιλτράρεις τη σκέψη σου, τον άνθρωπο που έχεις απέναντί σου και χωρίς να συμμερίζεσαι τα συναισθήματά του, είναι πολύ πιο δύσκολο από ό,τι φανταζόμασταν. Έχουμε μάθει να λέμε ψέματα με τη σκεπτική ότι το κάνουμε για να μην πληγώσουμε τον άνθρωπο που έχουμε απέναντί μας ενώ ουσιαστικά καταλήγουμε να λέμε ψέματα στον ίδιο μας τον εαυτό ίσως γιατί φοβόμαστε να μείνουμε μόνοι μας και στην τελική να μην είμαστε εμείς αυτοί που θα πληγωθούμε. Άλλοτε πάλι, λέμε ψέματα για το ποιοι είμαστε για να ταιριάζουμε με ανθρώπους που στο βάθος δεν ταιριάζουν με εμάς, είτε γιατί θέλουμε να εναρμονιζόμαστε με τα στάνταρ της κοινωνίας που κάποιοι άλλοι έθεσαν για εμάς. Κυνηγάμε την ευτυχία και προσπαθούμε με κάθε τρόπο να είμαστε χαρούμενοι, μα για να γίνει αυτό θα πρέπει να πιστεύουμε σε κάτι που μας δίνει ελπίδα και πολλές φορές από την ανάγκη μας αυτή για ευτυχία πέφτουμε στην παγίδα να πιστεύουμε σε πράγματα που δεν είναι αληθινά! Η εμμονή μας αυτή για ευτυχία προσωπική μας οδηγεί στο ψέμα επειδή η ωμή αλήθεια δεν είναι πάντα ευχάριστη.

Αν το ψέμα δεν υπήρχε, κανένας δε θα μπορούσε να μας πουλήσει ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο, ένα καλύτερο σώμα και μία ομορφότερη λαμπρότερη επιδερμίδα. Η φιλόσοφος του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, Σισέλα Μποκ, έλεγε ότι είναι πολύ πιο εύκολο να αποσπάσουμε από κάποιον χρήματα λέγοντάς του ψέματα από το να τον χτυπήσουμε στο κεφάλι κι αυτό θα πρέπει να σε τρομάζει! Μπορεί, για να παρουσιάσουμε μια καλύτερη εκδοχή και εικόνα του εαυτού μας να χρειάζεται η ικανότητά μας να λέμε ψέματα γιατί ίσως κανένας να μη θέλει να ακούσει την αλήθεια μας. Το να είμαστε ειλικρινείς όμως με τον εαυτό μας και τους γύρω μας και μερικές φορές λίγο καχύποπτοι για αυτά που ακούμε θα μας κάνει να καταλάβουμε πως τελικά το ψέμα δεν είναι αναγκαίο κακό αλλά η επιλογή που κάνουμε εμείς κάθε μέρα. Δεν είναι το ψέμα που αποτελεί ουσιαστικό εμπόδιο για την αυτοβελτίωσή μας, τη μάθησή μας και τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς μας, αλλά εμείς οι ίδιοι που επιλέγουμε να το εντάξουμε στη ζωή μας.

Αν δεν το έχουμε κάνει ήδη, ας μη φτάσουμε στο σημείο να μην μπορούμε να ξεχωρίσουμε τι είναι αλήθεια και τι είναι ψέματα. Ας επικεντρωθούμε στο να μη ζούμε μέσα σε αυτό όσο κι αν δεν μπορούμε να το αποφύγουμε κι ας γίνουμε λίγο πιο ευσυνείδητοι για το πότε, το πού, σε ποιον και γιατί λέμε ψέματα.

Αυτός ο κόσμος όπου όλοι λένε την αλήθεια ίσως και να μην είναι κακή ιδέα τελικά!

 

Συντάκτης: Δέσποινα Κυριάκου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου