Πολλές φορές, όταν κάποιος εκνευρίζεται, η πρώτη του αντίδραση είναι να βάλει τις φωνές. Δεν έχει σημασία εάν έχει δίκιο ή άδικο. Το να υψώσει κάποιος φωνή είναι, κατά μια έννοια, ένα ακούσιο αντανακλαστικό. Εκτός όμως από τις φωνές, μπορούμε να δείξουμε σε κάποιον πως έχουμε ενοχληθεί μαζί του με διάφορους τρόπους, που όμως θα του παγώσουν το αίμα εξίσου, αφού γνωρίζει τι ακριβώς σημαίνουν αυτές οι αντιδράσεις και βέβαια γνωρίζει τι θα επακολουθήσει.

Για αρχή, η γλώσσα του σώματός μας παίζει ένα πολύ μεγάλο ρόλο στο πώς εκφράζουμε ένα τόσο δυνατό συναίσθημα όπως είναι ο θυμός. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε πως το 80% της επικοινωνίας γίνεται με μη λεκτικούς τρόπους και η γλώσσα του σώματος είναι ένα πολύ σημαντικό εργαλείο της επικοινωνίας. Σταυρωμένα χέρια στο ύψος του στήθους, χαμηλωμένο πηγούνι, σφιγμένο στόμα που μπορεί να συνοδεύεται κι από ελαφρύ δάγκωμα των χειλιών από τη μέσα πλευρά, μάτια που ανοιγοκλείνουν περισσότερο από το κανονικό, είναι μερικοί ενδεικτικοί τρόποι που μπορεί να χρησιμοποιήσουμε για να δείξουμε πως μέσα μας βράζουμε.

Επίσης, όταν κάποιος θυμώνει τείνει να ενώνει τα φρύδια του και να τα χαμηλώνει. Ακόμα όμως κι ένα σηκωμένο φρύδι μπορεί να δείξει απ’ την αποδοκιμασία μας μέχρι και το ότι είμαστε τόσο έξαλλοι που από στιγμή σε στιγμή θα ξεσπάσουμε με άγνωστες συνέπειες. Μην υποτιμάς ποτέ λοιπόν ένα σηκωμένο φρύδι, καθώς είναι ένα απ’ τα πρώτα στοιχεία από τα οποία θα αντιληφθείς πως ο συνομιλητής σου έχει αρχίσει να «φορτώνει».

Όσο πιο έντονες είναι οι κινήσεις αυτές, τόσο μεγαλύτερος είναι ο θυμός που το άτομο νιώθει εκείνη τη στιγμή. Το βλέμμα του βέβαια δεν είναι απαραίτητο πως κοιτάει προς το πρόσωπο ή το αντικείμενο που του έχει προκαλέσει το θυμό. Το αντίθετο μάλιστα είναι πιο πιθανό. Λειτουργεί ένα είδος άμυνας πως «εάν το κοιτάξω περισσότερο, είναι πιο πιθανό να εκραγώ», οπότε αποφεύγει την οπτική επαφή.

Τέτοιες κινήσεις δεν περνάνε συνήθως απαρατήρητες από τον συνομιλητή μας, με αποτέλεσμα τη δική του ανταπόκριση στον δικό μας θυμό. Ξεκινάει τότε μια επίθεση, όχι απαραίτητα με φωνές, αλλά κάνοντας ξεκάθαρη την πρόθεσή επίθεσης με το γάντι, μιας κι η τακτική «η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση» είναι πάντα στις σταθερές επιλογές κάποιου που έχει χάσει έδαφος σε μια αντιπαράθεση και ταυτόχρονα δεν έχει άλλα όπλα για να αμυνθεί. Οπότε επιλέγεις να υψώσεις το ανάστημά σου δείχνοντας ειρωνεία και επικοινωνώντας εκφραστικά τη δυσαρέσκειά σου. Αυτό βέβαια μπορεί να δημιουργήσει έναν φαύλο κύκλο˙ εσύ θυμώνεις γιατί θεωρείς πως έχεις δίκιο, η άλλη πλευρά θυμώνει γιατί δέχεται έμμεση επίθεση κι εσύ θυμώνεις εις διπλούν με τη συμπεριφορά που δέχεσαι.

Όπως και να το κάνουμε, ο θυμός είναι ένα από τα βασικά συναισθήματά μας και δύσκολα μπορούμε να απαλλαγούμε από αυτόν. Υπάρχουν όμως άπειροι τρόποι διαχείρισης κι ακόμα περισσότεροι, θα μπορούσαμε να πούμε «υγιείς», για να εκφράσουμε την όποια δυσαρέσκειά μας. Είτε το πιστεύεις είτε όχι, με τις φωνές δε βγαίνει τίποτα, οπότε την επόμενη φορά που κάποιος θα προκαλέσει το θυμό σου, πάρε μερικές ανάσες, μέτρα μέχρι το 10 και πες του με ήρεμο τρόπο πως αυτό που κάνει, λέει, θεωρεί, ό,τι τέλος πάντων σε έκανε να θυμώσεις, δε σου άρεσε και θα προτιμούσες να πράξει διαφορετικά. Φρόντισε επίσης να έχεις κι επιχειρήματα που να στέκουν και προσπάθησε με ήρεμο τρόπο να εξηγήσεις τα πράγματα από τη δική σου οπτική γωνία. Κι όχι, το «γιατί έτσι» δε θεωρείται λογικό επιχείρημα.

Εάν προσπαθούσαμε να συγκρατήσουμε τα νεύρα μας και να τιθασεύσουμε τον θυμό μας, τότε ο κόσμος θα ήταν πολύ πιο ήρεμος. Από ένα κορνάρισμα στο φανάρι και μια μούντζα που έρχεται ως αυτόματη απάντηση μέχρι το να πιαστούν στα χέρια δύο άτομα που διαφώνησαν, θα μπορούσαμε να τα αποφύγουμε με έναν απλό και πάνω απ’ όλα ήρεμο διάλογο. Με τις φωνές χάνουμε το δίκιο μας, αυτό είναι σίγουρο, ενώ το να κοιτάξεις με αγριεμένο βλέμμα κάποιον που έκανε κάτι που σε ενόχλησε δεν έχει μεγάλη διαφορά απ’ το να του υψώσεις φωνή. Στην σκέψου το εξής. Πότε στα χρονικά μια βλοσυρή έκφραση έλυσε την παρεξήγηση ή έφερε δικαίωση; Αν πρέπει να το σκεφτείς, τότε ξέρεις ήδη την απάντηση.

 

Συντάκτης: Ελίνα Μυζίθρα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου