Πάντα ήλπιζα να το κόψεις. Σου κάνει κακό, σε σκοτώνει. Θα σε γεράσει πρόωρα,θα μειώσει τις σωματικές σου αντοχές, θα σε κουράσει, ίσως σε πάρει νωρίς από κοντά μου, φοβάμαι. Φοβάμαι να σε χάσω πριν προλάβω να σε ζήσω.

Μα τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, όσο και αν αυτό με θλίβει, τι θα ήσουν για μένα χωρίς το τσιγάρο σου; Τώρα που μ’ άφησες και η απουσία σου με καίει, πόσο πολύ γυρεύω τη μυρωδιά του καπνού σου στο χώρο μου; Πόσο μου λείπει η εικόνα σου να στρίβεις το τσιγάρο σου και να το απολαμβάνεις; Κάθε βραδιά που έπρεπε να ζούμε παρουσία τρίτων υποκριτικά αδιάφοροι, σαν ξένοι, και άναβες τα τσιγάρα σου το ένα μετά το άλλο, πώς με τρέλαινες κοιτώντας με ανάμεσα στους καπνούς γεμάτος μελαγχολία;

Θυμάμαι εκείνες τις βραδιές τις απαγορευμένες, που δεν επιτρεπόταν να με δείς. Ξέκλεβες πέντε λεπτά απ’ το βράδυ σου για να  με πάς βόλτα με το αυτοκίνητο στην παραλία λέγοντάς μου: «ένα τσιγάρο θα κάνω, να σε δώ λίγο και φεύγουμε… » . Πόση αξία είχε για εμένα εκείνο το τσιγάρο! Το τζάμια θόλωναν απ’ τον καπνό και εγώ κοιτούσα τη σκοτεινή θάλασσα κρατώντας σου το χέρι. Ποτέ δεν άφηνα το αυτοκίνητο. Δεν μπορούσα να χαραμίσω το χρόνο μας αυτόν τον λιγοστό, δεν μπορούσα να χαραμίσω το τσιγάρο σου.

Κι αλίμονο αν είχα ξεχάσει εκείνες τις φορές που το τσιγάρο δεν προλάβαινε να ανάψει. Η επιθυμία σου για εμένα παραγκώνιζε την ανάγκη για το τσιγάρο που αγαπούσες και αυτό με έκανε να τρέμω από ευτυχία. Στιγμές στριμωγμένες στη μέρα ή τη νύχτα μας, σώματα ενωμένα και φιλιά που έκαιγαν βασανιστικά. Βιαστικά χάδια με τα χέρια μου πάντα διψασμένα να σε αγγίξουν, να προλάβουν να ακολουθήσουν κάθε νοητή γραμμή του κορμιού σου εκείνη τη στιγμή που φευγαλέα μου άνηκες. Κι όταν ο χρόνος μας τελείωνε η σκηνή περιλάμβανε πάντα δάκρυα και καπνό. Ένα τσιγάρο για να διώξει τον πόνο της αποχώρησης, να ρίξει την αυλαία.

Γέμισα το γκρίζο σπίτι μου πολύχρωμα σταχτοδοχεία, ακόμη κι αν σε κανέναν άλλο φίλο ή γνωστό δεν χρησίμευαν. Σταχτοδοχεία στην κρεβατοκάμαρα που έμεναν λερωμένα πλάι με σεντόνια τσαλακωμένα και ρούχα σου πεταμένα στο ψυχρό μου παρκέ. Σταχτοδοχεία που σε περίμεναν ανυπόμονα κάθε μέρα να περάσεις για το τσιγάρο σου, για μια κουβέντα μας εσπευσμένη. Σε περίμεναν για εκείνες τις καλοκαιρινές  βραδιές με εμάς στριμωγμένους στο μικρό μου μπαλκόνι, να κάνουμε όνειρα πως μια μέρα θα είμαστε μαζί, χωρίς να κρυβόμαστε. Πως θα βολτάρουμε πιασμένοι χέρι με χέρι στην Καμάρα και θα ανάβεις το τσιγάρο σου συντροφιά μου στο γνωστό μπαρ τις Κυριακές, δίχως ενοχή.

Ήρθε μια μέρα που έφυγες από το σπίτι μου αφήνωντας μισό το τσιγάρο σου. Κι εγώ έμεινα να το κοιτάζω να καίει περιμένοντάς σε να γυρίσεις να το καπνίσεις. Θα πρέπει να πέρασαν ώρες, μέρες, και ίσως βδομάδες και μήνες που έμεινα να κοιτάζω το μισοκαμμένο σου τσιγάρο με την πίστη ότι θα γύριζες να το τελειώσεις- να τελειώσεις ό,τι άρχισες. Η παράνοια μου με έβαλε να φυλάξω αυτό το απομεινάρι, γιατί μπορεί μεν να είχες αργήσει αλλά θα γυρνούσες, ήμουν βέβαιη. Θα γυρνούσες για το τσιγάρο˙ μπορεί όχι για εμένα, αλλά σίγουρα για το τσιγάρο.

Κατάλαβα σιγά σιγά πως ήμουν για εσένα, ό,τι ακριβώς και το τσιγάρο σου. Μια αμαρτωλή συνήθεια αυτοκαταστροφική, που αναγκαζόσουν να απολαμβάνεις στα κρυφά. Σε έτρωγε από τα μέσα σου και σε εξουθένωνε, γιατί σου σιγόκαιγε τη ζωή. Σε διεκδικούσε, και αργά η γρήγορα έμελλε να σε αποκόψει από την ως τώρα καθημερινότητά σου. Γι’ αυτό αποφάσισες να την κόψεις τη ρημάδα τη συνήθεια. Να σώσεις τον εαυτό σου, όσο κι αν αυτό σου στοίχιζε. Και ήμουν εγώ η πρώτη που στο έλεγε ξανά και ξανά, να το κόψεις. «Κόψ’ το, δεν σου κάνει καλό» , τόσο ανόητη ήμουν.

Και να που τώρα εγώ η ανόητη στρίβω τσιγάρο και καπνίζω με μανία προσπαθώντας να σε ξεχάσω και ταυτόχρονα να σε θυμηθώ, να σε ξορκίσω και παράλληλα να σε φέρω στο νού μου για να ζεστάνω την παγωμένη μου καρδιά. Ρίχνω τον καπνό στο τσιγαρόχαρτο ενώ συλλογίζομαι τις στιγμές μας, ανάβω το τσιγάρο και μαζί του καίω την εικόνα σου. Ακουμπώ τα χείλη μου στο φίλτρο και αισθάνομαι να σε φιλώ, τραβώ τον καπνό για να σε νιώσω μέσα μου και φυσώ για να σε διώξω ξανά, να θολώσει το δωμάτιο. Σβήνω με δύναμη το αποτσίγαρο στο σταχτοδοχείο για να πονέσουν τα δάχτυλα μου και να νιώσω ζωντανή, μέσα στην εξάρτηση μου από σένα που με έχει χρόνια τώρα παραλύσει.

 

Συντάκτης: Φένια Σκαρλά