Κάθε φορά που επιστρέφω πίσω σ’ εσένα μετράω τους λόγους. Τους απαριθμώ έναν-έναν. Εκείνους τους λόγους που μ’ έκαναν να παλέψω, να σου ξεγλιστρήσω κι ύστερα να συρθώ πάλι κοντά σου. Αφού σακατεύτηκα. Γιατί άφησα τραύματα να υποτροπιάζουν και δεν μπόρεσα να θεραπεύσω. Κι εκείνα ματώνουν ακόμη και δεν αναρρώνουν.

Οι άνθρωποι, λένε, είναι επιρρεπείς στους εθισμούς τους. Αν δεν απεξαρτηθούν ολοκληρωτικά, ξανακυλούν. Εσύ είσαι ο δικός μου. Και με κάθε αξιοπρέπεια κι εγωισμό που διαθέτω σε ορίζω. Γιατί δεν είσαι εσύ ο μάγκας που με κάνεις να γυρίζω πίσω κάθε γαμημένη φορά. Είμαι εγώ η αδύναμη!

Κανένα τέχνασμα δεν έχεις, ούτε χάρισμα. Τρόπαιο δεν έγινα ποτέ και δε θα ‘μαι ούτε δικό σου. Οι άνθρωποι δεν είναι σκυλιά να τα εκπαιδεύεις. Να τους φωνάζεις «έλα» και να τρέχουν σαν παλαβά πάνω σου. Αν γυρίζω κοντά σου είναι επιλογή και δικαίωμα δικό μου και μόνο. Μου ανήκει και το διεκδικώ.

Γιατί όταν η εξάρτηση γίνει τρόπος ζωής, άντε μετά να βρεις άλλον τρόπο για να ζήσεις. Αφού ακόμη δεν μπορώ να χωνέψω την απουσία σου στο πλευρό μου. Αφού μου μοιάζουν άδειες όλες οι ώρες της ημέρας που επιμένω να γεμίζω με χαζές ασχολίες. Γιατί όσες φορές σε χάνω, διαλύω κάθε επικείμενη ευτυχία που με επισκέπτεται. Βαρέθηκα κι αδιαφορώ!

Βαστάω μέσα μου τις ελπίδες ότι θα μου ζητήσεις να μείνω, όσο ελαττωματικός κι αν ξέρω ότι είσαι. Ελαττωματικός χωρίς εγγύηση, κι ακόμη δεν τολμάω να σε κατατάξω στα «τελειωμένα». Αφού η αδυναμία μου έγινε κόλαση κι αυτήν την κόλαση την έχω βιώσει όλη όταν μένω μακριά σου. Ναι, παρόλο που ξέρω πως εξαφανίζεσαι άτακτα πριν καν σε προλάβω. Πώς να τολμήσω να μιλήσω για μονιμότητα μετά;

Αντιδεοντολογικό είναι να πιστεύεις ότι επιστρέφω χάρη σ’ εσένα. Για μένα γυρίζω, μπας και καλύψω τις πληγές με κάνα τσιρότο. Μήπως και τα ράμματα αυτήν τη φορά δεν αποδειχθούν σκάρτα. Αφού ξαφνικά, όλα όσα αγαπώ πήραν τ’ όνομά σου. Εγώ τους το ‘δωσα, δεν τα μετονόμασες εσύ. Σε ταύτισα με την ελπίδα μου πως μπορώ να επιβιώσω στα ερείπια, πως οι δυσκολίες δε θα με καταβροχθίσουν. Ότι μέσα στην πλήρη ασυμβατότητά μας, κάνουμε τον κόσμο συμβατό στις φιλοδοξίες μας όταν γινόμαστε ομάδα!

Αυτό ήταν το λάθος μου. Γι’ αυτό τώρα όλα όσα κάνω και ζω, φλερτάρουν με τη μιζέρια και τ’ αδιέξοδο. Τρέχω σ’ εσένα από αδυναμία, ηλίθιε, κι όχι επειδή μ’ επιστρέφεις εσύ! Σάμπως σ’ αυτό δεν ποντάρεις, όμως;

Ζορίζομαι μόνη μου. Συμβιβάζομαι με τη σαβούρα που μου προσφέρεις από φόβο μην εκθρονιστώ. Για το καλό μου επιστρέφω. Να ‘χω μια πόρτα ανοιχτή, για να μην τρομάζω πως θα καταλήξω μόνη. Αφού προσάρμοσα την καθημερινότητά μου για να χωράς παντού κι εσύ. Και κάπως έτσι τώρα μένει λειψή, μέχρι τουλάχιστον να βρω κάτι για να μπάσω το κενό.

Ξανάρχομαι για να σου αποκριθώ ότι μου ‘λειψες, για να κανακέψω τη σαπίλα σου και να στην κάνω θάρρος. Να σου ζητήσω να με σουτάρεις έξω απ’ τη ζωή σου οριστικά και να μάθεις ν’ αποσύρεσαι. Να χάσω το δεδομένο μου, μπας και κάποτε ευτυχίσω. Να μη με πονάς άλλο. Κάπως να σου αποδείξω πως η αδυναμία μου είναι η ισχύς που θ’ ανακτήσω αργότερα!

Επειδή ξαπλώνοντας σαν έρμαιο κάθε βράδυ, όποιον κι αν έχω πλάι μου, φοβάμαι. Κι έρχεσαι και χώνεσαι ανάμεσα, ξεκλέβοντας έτσι όσα σου ανήκουν. Τις σκέψεις, τα φιλιά, τις αγκαλιές. Ασφαλίζεις το μυαλό μου με την ουτοπία σου κι ας το αγνοείς. Μάχομαι για την παρουσία σου, την ψυχαναλυτική, στα όνειρά μου. Επειδή είμαι μακράν ευάλωτη και δε βρήκα ακόμη κάποιον να ταρακουνήσει το ηθικό μου!

Αφού απορρίπτω στ’ «αζήτητα» όποιον απειλήσει να χαλάσει τη δική σου αναξιότητα. Γιατί όσο ανίκανο κι αν σε θεωρώ για τα δικά μου αισθήματα, χίλιες φορές θα προτιμούσα τη δική σου ανεπάρκεια, παρά οποιουδήποτε άλλου. Είναι λαβωματιά βαθιά να εθελοτυφλώ συνέχεια, επειδή σε πίστεψα κάποτε για άνθρωπο δικό μου!

Φαίνεται νοσηρό ακόμη το «όχι» στις εκκλήσεις σου. Μα εγώ το ξέρω πως τ’ ανύπαρκτα κατορθώματα, κανονικά, τ’ αφορίζεις με μαγκιά, ακόμη κι αν αρνούμαι να σ’ απορρίψω, επειδή είμαι εξαντλημένη.

Ναι, μπορεί να παραδέχτηκα ότι δειλιάζω να σε καθαιρέσω, αλλά ξέρω καλύτερα απ’ τον καθέναν πως εγώ επιτρέπω στις απραξίες σου και στα καλέσματά σου να με κοντρολάρουν. Δείγμα αυτογνωσίας, τουλάχιστον, ότι το ναρκωτικό σου με παραλύει με την άδειά μου.

Μου λείπεις ακόμη κι όταν δε σε σκέφτομαι, επειδή συνέχεια ψάχνω να βρω υποκατάστατό σου. Κάτι ή κάποιον που να σου μοιάζει, τέλος πάντων. Αφέθηκα στον καιρό υπομένοντας τις ορέξεις σου μέχρι να με ζητήσεις πίσω. Περιμένω να επιστρέψω κάθε φορά στην αφεντιά σου. Αλλά γιατί είμαι εγώ η αδύναμη ακόμη, κι όχι επειδή με κάνεις εσύ να γυρνάω!

Θα δυναμώσω, ρε γαμώτο, κάποτε! Μα δε γνωρίζω ούτε το πώς, ούτε το πότε. Το μόνο που ξέρω είναι ότι τώρα δεν μπορώ να την παλέψω μακριά από σένα, αφού πια όλοι με φωνάζουν κι εμένα με τ’ όνομά σου. Μα, να θυμάσαι πως μόνιμο δεν είναι ούτε το «τώρα». Σαν κι εσένα κι αυτό!

 

Επιμέλεια Κειμένου Χριστίνας Σούκη: Ιωάννα Κακούρη

Συντάκτης: Χριστίνα Σούκη