Δεν ήταν κινηματογραφικό. Δεν είχε εφέ και τυμπανοκρουσίες. Δεν ήταν ειδυλλιακό το σκηνικό κι η πλοκή δε θύμιζε σε τίποτα ρομάντζο ή παραμύθι. Ήταν όμως η δική τους ιστορία. Ήταν η δική τους αρχή.

Συστήθηκαν μ’ ένα «γεια» σχεδόν απλοϊκό, με την υποψία ενός χαμόγελου στα χείλη. Κι όσο  επιφανειακά επικοινωνούσαν με γνωριμίες, χειραψίες και συζητήσεις περί ανέμων κι υδάτων, τόσο στο παρασκήνιο γραφόταν εν αγνοία τους ένα πέρα για πέρα σενάριο διαφορετικό.

Άρχισαν ν’ αποζητούν ο ένας τον άλλο πιο συχνά και στις μεγάλες απουσίες τους λαχταρούσαν την επανένωση. Κι έτσι, μοιραία, έδωσαν το πρώτο τους φιλί ένα απόγευμα από εκείνα που ξαναέσμιγαν έπειτα από καιρό.

Ήταν φυσικό κι εύκολο σαν την αναπνοή το φιλί εκείνο, όπως ακριβώς κι η ένωσή τους. Δε χρειαζόταν φανφάρες και πυροτεχνήματα για να φωνάξει παρουσία, γιατί έμοιαζε να υπήρχε από πάντα, περιμένοντάς τους να συναντηθούν. Όλα ήταν σωστά και μετρημένα, σαν να υπήρχε ανέκαθεν το κοστούμι αυτού του έρωτα κομμένο και ραμμένο στα μέτρα τους, αναμένοντας να φορεθεί.

Κυλούσε ο καιρός κι άρχιζαν όλα να γίνονται κινηματογραφικά, αποζημιώνοντάς τους για την πεζή αυτήν αρχή που σε τίποτα δεν ταίριαζε με τον πομπώδη πόθο τους. Έπιναν καφέ κάθε πρωί από την ίδια κούπα, τύλιγαν τα πόδια τους αγκαλιασμένοι στον καναπέ τις Παρασκευές κι άφηναν τα σεντόνια τους πάντα ανακατεμένα πριν φύγουν απ’ το σπίτι.

«Έτσι είναι ο έρωτας τελικά», σκεφτόντουσαν τα βράδια πριν κλείσουν τα βλέφαρά τους, πλημμυρισμένα από μια αδράνεια αφροδισιακή.

Μα όπως πολλοί λένε, όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια οι θεοί γελούν υστερικά και τους τα διαλύουν. Έτσι συνέβη και σε ‘κείνους.

Ο έρωτας σαν φούσκα που είναι ροζ και γλυκιά, φουσκώνει από όνειρα, αναμνήσεις και στιγμές. Φουσκώνει ολοένα και διογκώνεται, τόσο που μπαίνει μπροστά στα μάτια των ανθρώπων, μην επιτρέποντάς τους να δουν πίσω και πέρα απ’ τη φούσκα. Κρύβει επιδέξια την καθημερινότητα, τη ρουτίνα, τις κακές συνήθειες, τις ασυμφωνίες και τα στραβοπατήματα, πλημμυρίζοντας τους ανθρώπους μια ευφορία που πηγάζει σχεδόν απ’ την άγνοια.

Κι όταν σκάει εμφανίζεται βίαια κι απρόσμενα ένας θαυμαστός καινούριος κόσμος που δεν είναι πια ροζ κι όμορφος. Είναι μουντός, με δυσκολίες και προβλήματα που χρήζουν αντιμετώπισης. Έχει αγώνα κι αγωνίες, ανησυχίες και διλήμματα και προπάντων: είναι επίγειος. Απαιτεί προσγείωση. Κι όσο πιο ψηλά τραβήξει η φούσκα, τόσο πιο ανώμαλα θα πέσει κανείς στο έδαφος.

Άφησαν οι πρωταγωνιστές την τύχη τους στα χέρια μιας ύπουλης φούσκας. Δεν προσπάθησαν για όσα τους δόθηκαν απλόχερα με τόση ευκολία. Παραμέλησαν. Ξέχασαν. Ξεχάστηκαν. Δε διεκδίκησαν. Έκαναν τα εύκολα δύσκολα. Τα παραμύθια εφιάλτες και τα όνειρα πιεστικές ημερομηνίες. Ένα απλό «γεια» τσαλακώθηκε στο πιο μπερδεμένο και πικρό «αντίο»της ζωής τους.

Άφησαν για αύριο μια αγκαλιά, ένα «σ’ αγαπώ», ένα «είσαι πανέμορφη, όταν χαμογελάς». Κι αυτό το αύριο δεν το έκαναν ποτέ σήμερα. Έγιναν πιο σκληροί κι αμετάκλητοι, πιο εγωιστές και πιο αμετανόητοι, ξεχνώντας πόσο εύκολα κάποτε συγχωρούσαν, αγκάλιαζαν, παρηγορούσαν.

Οι φωνές κι οι γκρίνιες είναι πια αβίαστες και φυσικές, όπως έμοιαζαν κάποτε τα φιλιά τους. Η τηλεόραση παίζει μονίμως δυνατά για να καλύψει την εκκωφαντική ησυχία στο σπίτι που είναι πάντα άδειο με δυο ανθρώπους να μένουν εκεί. Το διπλό κρεβάτι φαντάζει τραγική ειρωνεία. Έφυγε ο έρωτας ή ποτέ δεν υπήρξε;

Ο έρωτας είναι σαν το κύμα. Σε παίρνει και σε εξαφανίζει μέσα στη φόρα του. Σε βάζει να παλεύεις να βγεις στην επιφάνεια. Σε εξουθενώνει και σ’ αφήνει να νομίσεις πως κέρδισες, όταν παίρνεις την πρώτη ανάσα. Μα δεν κέρδισες ποτέ. Τραβήχτηκε πίσω στη θάλασσα κι εσύ ξεβράστηκες στην άμμο γδαρμένος με χιλιόμετρα ακτής να σε χωρίζουν απ’ τον άνθρωπό σου, που πετάχτηκε πιο πέρα.

Η επιλογή είναι δική σου: Μπορείς να διανύσεις εκείνα τα χιλιόμετρα, όσο κουρασμένος κι αν είσαι; Μπορείς να τον φτάσεις; Θα δοκιμάσεις μαζί του, να νικήσετε το κύμα; Ξανά και ξανά;

 

Επιμέλεια κειμένου Φένιας Σκαρλά: Νάννου Αναστασία.

Συντάκτης: Φένια Σκαρλά