Μια ζωή ήμουν ντροπαλός. Δύσκολα θα μιλούσα σε άγνωστο. Όταν οι γονείς μου με έστελναν να πάρω ψωμί, κοκκίνιζα κι έκανα πρόβα τα λόγια που θα έλεγα στο φούρναρη.

Φαντάσου πόσο δύσκολο ήταν για μένα το φλερτ. Οι χτύποι της καρδιάς μου ανέβαιναν επικίνδυνα, τραύλιζα, δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Ρεζίλι.

Μια φορά, να φανταστείς, ήταν μια κοπέλα που με γούσταρε και μου ζήτησε αυτή να έρθει σπίτι μου για ταινία. Μόνο που εγώ είχα καταλάβει πως όντως θα βλέπαμε ταινία. Γενικά, τα υπονοούμενα τα έπιανα με τη μία όπως καταλαβαίνεις.

Μεγαλώνοντας, μετά από μεγάλους έρωτες, εξίσου μεγάλες απογοητεύσεις και ομολογουμένως ξενερωμένος από τη ζωή, βρίσκω πως απολαμβάνω την ελευθερία μου στα μπαρ.

Είναι μια μικρή μυσταγωγία για μένα το όλο θέμα πλέον.

Πρώτο ποτό, παρατηρείς τους πάντες γύρω σου, την παραμικρή κίνηση, κάθε βλέμμα. Δεύτερο ποτό, σκέψεις κουτρουβαλάνε στο κεφάλι, φιλοσοφείς τη ζωή, βρίζεις θεούς και δαίμονες για τις υποχρεώσεις που έχεις από αύριο το πρωί.

Από το τρίτο ποτό και μετά, ξεχνάς τις υποχρεώσεις, αφήνεις πίσω τις σκέψεις που σε τρώνε, ερωτεύεσαι κάθε θηλυκό που περνάει από μπροστά σου, είτε δίποδο είτε τετράποδο, και καθησυχάζεις τον εαυτό σου πως όλα είναι τέλεια, κι ότι από αύριο θα γίνεις καλύτερος άνθρωπος, θα αρχίσεις να διαβάζεις βιβλία, θα χτίσεις κορμάρα και θα αγαπάς όλο τον κόσμο.

Μόνο που εκείνο το βράδυ ενός Σαββάτου βαρετού, μοναχικού και ήσυχου, όπως κάθε Σάββατο που περνάω στο ίδιο μπαρ, έγινε κάτι που δεν μου είχε τύχει σε όλα μου τα προηγούμενα νυχτοπερπατήματά μου μαζί.

Ήμουν στο πρώτο ποτό, στη διαδικασία της παρατήρησης, και το βλέμμα μου έπεσε πάνω σε δύο μάτια που με κοιτούσαν ήδη· με είχε καρφώσει με το βλέμμα της.

Εγώ αμέσως ντράπηκα, δεν την κοίταξα πάνω από δύο δευτερόλεπτα. Έκανα πως τάχα κοιτάω αλλού. Μια γουλιά ουίσκι ακόμα μου έτσουξε το λαιμό, όπως κι η δεσποινίδα μού έτσουξε το μυαλό. Ήθελα να την κοιτάξω, να δω αν το βλέμμα της ήταν ακόμη πάνω μου.

Άτιμο πλάσμα η γυναίκα. Μπορεί να σε κοιτάει για δύο ολόκληρα λεπτά, να σε έχει σκανάρει ολόκληρο από πάνω μέχρι κάτω, να σου έχει βγάλει ακτινογραφία χωρίς να νοιάζεται για τίποτα. Κι εσύ, την κοιτάζεις για δυο δευτερόλεπτα με την άκρη του ματιού σου και νιώθεις πως πάτησες κάποια αόρατα σύνορα ή ότι έκανες κάποιο έγκλημα και τώρα σε κυνηγάνε. Πρώτη σκέψη στο μυαλό μου: Ντρέπομαι. Πολύ. Μην με κοιτάς, νιώθω να με γδύνεις.

Η δεύτερη σκέψη μου όμως ήταν ότι ήθελα ακριβώς αυτό: να με γδύσει.

Το μυαλό μου είχε φτιάξει μια ολόκληρη ιστορία για το πώς θα πήγαινα να της μιλήσω, τι θα της έλεγα για να μη φανώ γλοιώδης πέφτουλας, αλλά ούτε και να της πω λόγια χιλιακουσμένα.

Είχα δει άπειρες ταινίες με τόσους άνετους άντρακλες να πηγαίνουν με άνεση προς το θηλυκό στόχο τους –πάντα ήθελα να γίνω Τζέιμς Μπόντ στη θέση του Τζέιμς Μπόντ– και ήμουν σίγουρος πως αυτή θα ήταν η στιγμή μου.

Βέβαια, μετά από ενάμισι λεπτό (τόσο άντεξε η σιγουριά και η αυτοπεποίθησή μου) άρχισα πάλι να νιώθω πιο άγαρμπος κι απ’ τον Ταμτάκο, κι είπα να κάτσω στη γωνίτσα μου χωρίς να κάνω τίποτα απολύτως.

Ήμουν σίγουρος πως αυτή η ύπαρξη δεν ήταν σαν τις άλλες, ήμουν σίγουρος πως θα μου έμενε μεγάλο απωθημένο.

Κι έτσι έγινε. Σηκώθηκε, πήρε τα πράγματά της, έφυγε. Με άφησε με την προσμονή, με την ελπίδα ότι θα την ξαναέβλεπα.

Δεν με άφησε βασικά. Εγώ ήμουν ο βλάκας της υπόθεσης. Εγώ την άφησα. Και μία εβδομάδα μετά, την ψάχνω ακόμα. Κι ας ξέρω πως δεν θα τη βρω πουθενά.

Εφτά ημέρες τώρα δεν κάνω τίποτα άλλο παρά να χτυπάω το κεφάλι μου στο τοίχο. Δεν μου αρέσουν εμένα τα φλερτ τα διαδικτυακά, δεν περιμένω να βρω τη γυναίκα της ζωής μου στο facebook και στο instagram.

Ρομαντικός δεν είμαι, αλλά ξέρω πως η αξία ενός βλέμματος γεμάτου ενδιαφέροντος από την άλλη άκρη ενός μαγαζιού, νικάει όλα τα likes και τα comments του ντουνιά.

Κάνοντας μια μικρή παράφραση της Ηλιόπετρας, του ποιήματος του Οκτάβιο Παζ, ξέρω βαθιά μέσα μου πως «μικραίνει ο κόσμος όταν κοιτιούνται δυο, γίνεται η κάμαρα κέντρο του κόσμου».

Κι εγώ σε άφησα να πας σε άλλα μπαρ, να σε κατασπαράξουν άλλα λαίμαργα πουλιά, όσο εγώ θα σε έχω στο μυαλό μου ως το απωθημένο που ποτέ δεν ήμουν άξιος όχι να αγγίξω, μα ούτε καν να κοιτάξω.

 

Συντάκτης: Ιωάννης Καράπογλου