Απολαμβάνοντας αργά το ζεστό σου καφεδάκι σκέφτεσαι πως έχεις οδηγήσει τη ζωή σου σε ένα σχετικά καλό επίπεδο. Εκπλήρωσες σε γενικές πάντοτε γραμμές όλους, τους περισσότερους ή έστω κάποιους απ’ τους στόχους που είχες θέσει στον εαυτό σου στην αρχή της ενήλικης πορείας σου. Κάνοντας αρκετές θυσίες πραγματοποίησες όνειρα δικά σου μα κι άλλων κι ήρθε πια η πολυπόθητη στιγμή να γευτείς τους καρπούς των κόπων σου. Έλα, όμως, που κάτι μοιάζει να λείπει από το σκηνικό αυτό. Συναισθηματικός συναγερμός κι είσαι υπ’ ατμόν προς αναζήτηση αιτίας κι ανακούφισης.

Είναι αυτή η παράξενη αίσθηση που όλο κάτι μας λείπει. Που ενώ είμαστε έξω με την παρέα μας δεν ακολουθούμε για κάποιο περίεργο λόγο τη συζήτηση απόλυτα. Που ενώ τρώμε στο οικογενειακό τραπέζι δεν απολαμβάνουμε το ίδιο τη συντροφιά των υπολοίπων. Που ακόμη και μέσα σε μια σχέση νιώθουμε πως δεν υπάρχει η κάλυψη κι η επαφή που αποζητούμε. Αποσύνδεση απ’ τον εαυτό μας αλλά κι από τους άλλους.

Οι αιτίες φυσικά ποικίλλουν, μα αγγίζουν το σχεσιακό κομμάτι κατά κύριο λόγο. Το να βαλτώσεις σε μια σχέση είναι απολύτως φυσιολογικό. Ακόμη κι εκεί ίσως νιώσεις πως άδειασες από συναίσθημα κάποιες φορές. Πως δεν έχεις άλλα να δώσεις κι ίσως ούτε και να λάβεις. Στο φιλικό επίπεδο επίσης ίσως συνειδητοποιήσεις πως οι φίλοι που είχες –ή σε είχαν– επιλέξει δε σε καλύπτουν πια. Οι κολλητοί αρχίζουν να χάνουν λίγη απ’ την «κόλλα» τους.

Κενό συναίσθημα, κενό κομμάτι στη ζωή σου καθημερινά, το οποίο όμως καλείσαι να γεμίσεις με κάποιο τρόπο. Καλείσαι να βρεις εκείνο το κομματάκι στο παζλ που θα αποκαλύψει την εικόνα που ανυπομονείς να δεις. Τι κάνεις, λοιπόν, τώρα; Εργασιοθεραπεία ή πλήρη αδράνεια; Έχοντας αυτές τις δυο ως κύριες λύσεις είναι αυτό που λέμε μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.

Είναι αδιαμφισβήτητο πως μια γεμάτη ημέρα σε κάνει να ξεχνάς την καθημερινότητά σου ακόμη κι όταν αυτό έχει να κάνει με τη συγκέντρωση της προσοχής σου στον εργασιακό σου τομέα. Έχεις πιάσει αρκετές φορές τον εαυτό σου να παρατείνει το ωράριο στη δουλειά προς έκπληξη συναδέλφων σου, που αδημονούν να κλείσουν την πόρτα πίσω τους έπειτα από ένα απαιτητικό οκτάωρο. Έχεις ζήσει το σενάριο του να μεταφέρεις στο σπίτι λίγη απ’ τη δουλειά σου στο γραφείο. Ο λόγος φυσικά ένας και μοναδικός. Η αποφυγή αρχικά μιας πραγματικότητας που δε σου αρέσει κι έπειτα η (ίσως προσωρινή κι επιφανειακή) λύση που έχεις εσύ δώσει για όλο αυτό.

Το να παράγεις έργο σε περίπτωση συναισθηματικού συναγερμού είναι βέβαια αξιοθαύμαστο για όσους καταφέρνουν να το κάνουν. Υπάρχει όμως κι η άλλη πλευρά, εκείνη του μουδιάσματος, της πλήρους αδράνειας. Θέλεις πολύ απλά να μην κάνεις τίποτε. Αν σε ρωτούσαν «Πώς είσαι;» στις περισσότερες των περιπτώσεων θα ήθελες να απαντήσεις «Δεν ξέρω!» Να πάρεις απλά το χρόνο σου και να αποκριθείς με αυτόν τον αφοπλιστικά ειλικρινή τρόπο μέχρι να βάλεις ξανά μια τάξη μέσα σου.

Η πλήρης αδράνεια και γενικά το να μην αντιμετωπίσεις μία κατάσταση, ίσως να σε ανακουφίζει αρχικά. Είναι μια φυσιολογική άμυνα του οργανισμού σου μπροστά σε κάτι που φαντάζει βουνό. Στην ουσία το να μην αντιδράσεις αμέσως σου δίνει το χρονικό περιθώριο να αντιληφθείς καλύτερα το τι σου συμβαίνει παράλληλα με το γιατί σου συμβαίνει. Αρκεί να μην το παρακάνεις με το περίμενε, γιατί η ζωή κυλάει.

Ο συναισθηματικός συναγερμός που ηχεί στα αφτιά σου δε θα πρέπει να σε τρομάζει. Υπάρχει χρυσή συνταγή κι αυτή είναι μια: Κάνε αυτό που ταιριάζει στη δική σου προσωπικότητα, που σου δίνει ασφάλεια και σ’ ηρεμεί. Δεν είναι ένδειξη αδυναμίας, ούτε λόγος για να ντραπείς. Ο καθένας υιοθετεί τον δικό του τρόπο αντιμετώπισης αναλόγως επιθυμιών κι αναγκών, πάντοτε όμως με μέτρο.

Το «βάλτωσα» μη φοβάσαι να το παραδεχθείς! Είναι προσωπική μας αφύπνιση πολλές φορές, όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται. Λένε πως πρέπει να πιάσεις πάτο για να σηκωθείς, κάτι θα ξέρουν όλοι αυτοί. Καλή η εργασιοθεραπεία, καλή κι η αδράνεια, καλές κι όλες οι άλλες οι συμβουλές για λύσεις, μα σαν τη φωνή της δικής σου συνειδητοποίησής που θα σε ξυπνήσει και θα σε σπρώξει να αδράξεις και πάλι την ημέρα σου και να κυνηγήσεις την ευτυχία σου, δεν υπάρχει!

Συντάκτης: Μαίρη Σάμου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη