Σου λείπουν οι ώρες που περνούσατε μαζί ή και μόνοι, αλλά γνώριζες πόσο εφικτή ήταν η έννοια της παρουσίας. Σου λείπει το χαμόγελο, η ματιά κι οι ήχοι που θυμίζουν εκείνον που έφυγε. Οι μυρωδιές των φαγητών κι οι εικόνες της ύπαρξής του ή των κοινών σας περιστάσεων. Πεθύμησες όσα σου έλεγε συμβουλευτικά και τις ημέρες που σου αφηγούσουν τις ιστορίες του. Έφυγε και σε καταδίκασε σε μια αιώνια τιμωρία αποχής αυτών των στιγμών. Σου λείπει κι η λαχτάρα του για την ευτυχία της δικής σου ζωής κι η αγωνία του να πετύχεις. Κάπως νιώθεις να σ’ εγκατέλειψε, ακόμα κι αιτιολογημένα, δηλώνεις εγωιστικά αδυναμία κατανόησης του λόγου. Του λόγου που δεν ορίζεις και πάντα σε νικάει, αλλά δικαιολογεί ποτέ κανένας το χαμό ενός αγαπημένου του προσώπου;

Κι η απώλεια επιφέρει ένα εγκεφαλικό μούδιασμα αποτέλεσμα των αποριών που φιγουράρουν σ’ όσους μένουν πίσω. Από το «γιατί;» μέχρι το «τώρα τι;». Καμιά απάντηση δε μοιάζει ορθή εκείνες τις πρώτες ημέρες απέναντι στο αποτέλεσμα του θανάτου. Έρχεσαι αντιμέτωπος με μια απώλεια που επιφέρει συναισθηματική κατάρρευση. Πέρα από την έξαρση των συναισθημάτων και των δυνατών αντιδράσεων οι αναμνήσεις σου χτυπούν την πόρτα όσο εσύ αναρωτιέσαι κατά πόσο οι ώρες αυτές δεν απαρτίζουν κάποιο παιχνίδι ψευδαισθήσεων.

Κατά πόσο ανήκει στην πραγματικότητα αυτό που συμβαίνει; Κανείς δε γνωρίζει σε τι βαθμό είσαι έτοιμος να το αποδεχτείς, ούτε τι χρονικό διάστημα χρειάζεται για να γίνει. Κατά βάθος απάντηση δεν έχουμε ούτε εμείς για εμάς. Παρέα με τον πόλεμο των συναισθημάτων και των σκέψεων που βιώνεις εσωτερικά εκείνες τις πρώτες στιγμές έντονα απαιτούν απαντήσεις κι ερωτήματα ευθυνών. Από το πώς να τιμήσεις τη μνήμη εκείνου που έφυγε, μέχρι ποιες ενέργειες ζητά επιτακτικά η πολιτεία έως το πώς να ρυθμίσεις προσωπικές σου υποχρεώσεις. Όλα σε θέλουν ετοιμοπόλεμο σ’ ένα σύμπαν που σου στέρησε έναν αγαπημένο σου συμπολεμιστή και σε μεταβίβασε στη γενεαλογική σκακιέρα του.

Τα τηλέφωνα της ενημέρωσης και των συλλυπητηρίων χτυπάνε κι ούτε που ξέρεις κατά πόσο είσαι έτοιμος να δηλώνεις τον χαμό ή να δέχεσαι τη συμπόνια, γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο αναγκάζεσαι βιαίως να το συνειδητοποιήσεις. Πόσο ομαλά μπορείς ν’ αντιληφθείς την οριστική αποχώρηση ενός αγαπημένου προσώπου από τη ζωή σου; Μια ακόμη συνάντηση μεταξύ σας έχει πιθανότητα μόνο στην πίστη μιας αιώνιας ζωής στο καφέ του παραδείσου. Πότε ήταν η τελευταία στιγμή που βρεθήκατε; Θα ήθελες μια επιπλέον αγκαλιά, άλλωστε ποτέ δεν είναι αρκετές. Κι όσο ψάχνεις τα μαύρα σου ρούχα, κλαίγοντας σκέφτεσαι κατά πόσο αυτό το άτομο ζει μέσα από σένα. Σε μια εμφάνιση με κοινά χαρακτηριστικά ή σ’ έναν χαρακτήρα με ομοιότητες, η ανάμνησή του ζωντανεύει.

Κάπως πέρασαν τα χρόνια κι έτσι εντελώς απροειδοποίητα και ξαφνικά ο αποθαμός αυτός μάς μεγάλωσε όλους. Μαύρα ρούχα, νηστεία, πένθος, έχεις ανάγκη να θρηνήσεις. Κι όταν έρχεσαι στη θέση των ατόμων που βιώνουν μια απώλεια συνειδητοποιείς πως ίσως τα μαύρα ρούχα δεν είναι άλλη μια κοινωνική υποχρέωση, αλλά μια εσωτερική ανάγκη που έρχεται ασορτί με την ψυχολογία σου. Σέρνεσαι με το βλέμμα του κενού και της αψυχολόγητης αντίδρασης μέσα σε μαύρα ρούχα κι αναπολείς τον άνθρωπό σου. Κλαις, νοσταλγείς, θυμάσαι, λυπάσαι και χαίρεσαι για όλα όσα ζήσατε, τα συναισθήματά σου ανεβοκατεβαίνουν ένα εσωτερικό ασανσέρ και το μόνο που μένει πίσω από τον άνθρωπό σου είναι οι αναμνήσεις και τα πράγματα του που σε συντροφεύουν θυμίζοντάς τον.

Μια μεγάλη κλισέ χιλιοειπωμένη αλήθεια είναι πως στο τέλος μένουν μόνο τα καλά κι ότι οι άνθρωποί μας φεύγουν μόνο όταν τους ξεχνάμε. Κάτι τελευταίο: μην τολμήσετε να ρωτήσετε ξανά σε κηδεία τον κύκλο του θανόντα το απαράδεκτο «Τι κάνεις;». Απλώς δεν είναι καλά και προφανώς δεν έχει διάθεση για κουβέντα. Ίσως κάποια στιγμή θα είναι, μα όχι τότε.

Συντάκτης: Άννα Καούνη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου