Οι σχεδόν σχέσεις θα έλεγα πως είναι πολύ της μόδας κι αν είσαι λάτρης των πιο κλασικών ερωτικών καταστάσεων πιθανόν να κατηγορηθείς κι ως old-fashioned από τους ασπαστές του φαινομένου. Έχουν κάτι ολίγον τι απροσδιόριστο, καθώς βρίσκεσαι σε μια θέση όπου είσαι και δεν είσαι στο πλαίσιο μιας σχέσης. Εάν ψάχναμε ρητό του λαού για να περιγράψουμε τούτη τη φάση ίσως και να επιλέγαμε το «Με λένε Ρίζω κι όπως θέλω τα γυρίζω».

Στην περίπτωση όμως που τα μέλη μιας σχεδόν σχέσης προχωρήσουν σε μια παθιάρικη συμφωνία ίσως και να χαρούν τα οφέλη μιας κανονικής σχέσης, με μια εξαίρεση, αφού εκλείπει η αποκλειστικότητα, η οποία είναι ίσως η σημαντικότερη διαφορά των δύο αυτών ειδών. Το ερώτημα όμως που ταλανίζει είναι αν σε μια σχεδόν σχέση είμαστε όντως άνετοι με το να φλερτάρει το σχεδόν ταίρι μας μ’ άλλο πρόσωπο ή κατά βάθος πιστεύουμε ότι δε θα το κάνει κι είμαστε εντάξει μ’ αυτή τη σκέψη. Πιθανόν να υποθέτουμε ότι έχουμε μια αόριστη αποκλειστικότητα.

Οι σχεδόν σχέσεις διακρίνονται κυρίως για τη διάθεση για ερωτική επαφή χωρίς συναισθηματική συνέχεια. Είναι μια κατάσταση κατά την οποία αποφεύγουν τα μέλη της να δεθούν συναισθηματικά και κυρίως να δεσμευτούν. Πιθανόν σε κάποιες περιπτώσεις όσοι την απαρτίζουν να κάνουν δραστηριότητες παρέα που θυμίζουν αμυδρά μια κανονική συνηθισμένη σχέση, αλλά κυρίως έχει συνδεθεί με τη σαρκική ηδονή και μ’ ένα κοινώς διατυπωμένο «Να περνάμε καλά». Ωστόσο, η  καλοπέραση του καθένα ανήκει σ’ ένα πολύ υποκειμενικό ροζ συννεφάκι.

Όπως προαναφέρθηκε πρόκειται για τάση με διάφορα αίτια, από τους γρήγορους ρυθμούς ζωής και τον μειωμένο χρόνο μέχρι το φόβο και το άγχος της ευθύνης της δέσμευσης. Είναι ένα φαινόμενο με καλπάζουσα πορεία που καταλαμβάνει όλο και μεγαλύτερο χώρο στις ερωτικές μας ζωές παραγκωνίζοντας την αποκλειστικότητα. Διότι η αποκλειστικότητα εμπεριέχει μέσα της ευθύνη κι αφοσίωση. Άραγε, κατά πόσο όσοι επιλέγουν μια σχεδόν σχέση νιώθουν επαρκείς με την έλλειψή της; Πιθανόν κατά βάθος να τα νοσταλγούν αυτά τα χαρακτηριστικά ή και να τα προσδοκούν από το σχεδόν ταίρι τους. Ένα σχεδόν ταίρι, όμως, συνήθως δύσκολα γίνεται κανονικό, καθώς του έχει δοθεί εξ αρχής το δικαίωμα του ανοιχτού φλερτ. Δαμάζεται η τόση ελευθερία;

Για να βρεθείς μπλεγμένος σε μια σχεδόν σχέση κάτι σε προσελκύει στο σχεδόν ταίρι σου. Κυρίως υπάρχει μια έλξη, ενδεχομένως σωματική κυρίως. Όταν όμως υπάρχει κι επικοινωνία, ανάλογα και με τη συχνότητα φυσικά, κι ο άλλος αρχίζει να γίνεται μέρος της καθημερινότητάς σου τα πράγματα περιπλέκονται. Στην περίπτωση που γνωρίσεις καλύτερα την προσωπικότητα του άλλου και γοητευτείς από τον χαρακτήρα του, πιθανόν να μη θέλεις να τον μοιράζεσαι άλλο. Μπορεί βέβαια και να μην τον μοιραζόσουν και ποτέ, αλλά υπάρχει μια ανάγκη για ξεκαθάρισμα. Κι αν το ξεκαθάρισμα θέλει δυο, επιθυμούν όλοι να συμμετέχουν στη φασίνα;

Εάν όσοι απαρτίζουν μια σχεδόν σχέση ήταν άνετοι με τη μη αποκλειστικότητα ίσως και να έπρεπε να συζητάνε για προηγούμενα ή και παροντικά φλερτ. Μπαίνουν όμως σ’ αυτή τη διαδικασία ή την αποφεύγουν; Ίσως να ορίζεται κι ως άβολη συζήτηση. Το πιο δύσκολο σενάριο είναι να βρίσκεσαι σε μια σχεδόν σχέση όχι επειδή δεν επιθυμείς μια κανονική μορφή, αλλά επειδή υποθέτεις πως λόγω μειωμένου χρόνου κι υποχρεώσεων δεν μπορείς να την υποστηρίξεις. Τότε πολεμάς την ανάγκη σου για συναίσθημα και δέσιμο εκούσια.

Εάν οι σχεδόν σχέσεις δε θέλουν να μπλέξουν με δέσιμο, συναίσθημα και δέσμευση ίσως να έπρεπε να φτάνουν μέχρι κάποιες πολύ βασικές πληροφορίες τύπου υπεύθυνης δήλωσης: όνομα, ημερομηνία και τόπος γεννήσεως κι ύστερα να προσφέρουν συντεταγμένες για τον χώρο της κρεβατοκάμαρας. «Με λένε τάδε κι από εδώ το κρεβάτι μου». Γιατί όσο κι αν λέμε πως οι σχεδόν σχέσεις θεωρητικά έχουν μια ελευθερία, θα έλεγα πως πρέπει να είναι σε κάποιον βαθμό ελεγχόμενη και τα όριά της να ορίζονται σε πολύ πρώιμο επίπεδο, για να μη γεννιούνται συναισθηματικές παρεξηγήσεις. Διότι όταν προσπαθείς ν’ αποφύγεις το συναίσθημα η υποτιθέμενη ελευθερία των σχεδόν σχέσεων αντικαθίσταται με καταπίεση. Κι αυτό σίγουρα θα οδηγήσει στο να πληγωθεί κάποιος ή και οι δυο.

Συντάκτης: Άννα Καούνη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου